Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη, Ιουνίου 11, 2009

Μεταμόρφωσις, μεταμορφώσεις, τα πάντα μεταμόρφωσις




Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής. Σώματα που άλλαξαν τη θωριά τους. Διαδρoμές στις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου. Αθήνα: Gutemberg, 2009.

Οι "Μεταμορφώσεις" του Οβιδίου (13 π.Χ.-17 μ.Χ.) αποτελούν την πιο "ευπώλητη" μυθολογική εγκυκλοπαίδεια της δυτικής λογοτεχνίας. Το ποίημα παρουσιάζει ένα σύμπαν σε κατάσταση μεταμορφωσιακού συναγερμού. Τεκμήριο της αυθαιρεσίας ή της δικαιοσύνης των θεών, οι αλλαγές μορφής σημαδεύουν ή σφραγίζουν ιστορίες όπου η ερωτική έξαψη, η γνήσια συναισθηματική αφοσίωση, οι ακραίοι αισθησιασμοί, τα μικρά και μεγάλα πάθη των θεών και των ανθρώπων δίνουν αφορμή για καλειδοσκοπικές αλλαγές του τόνου ανάμεσα στο τραγικό, το ειρωνικό, το κωμικό, το μπαρόκ και το ρομαντικό.

Στο βιβλίο ανθολογούνται και προσφέρονται σε μετάφραση είκοσι από τις πιο διάσημες ιστορίες των "Μεταμορφώσεων". Η γενική εισαγωγή και τα δοκίμια που ακολουθούν καθένα από τα ανθολογούμενα επεισόδια διευκρινίζουν τις ιστορικές και γραμματολογικές προϋποθέσεις των αφηγήσεων, επισημαίνοντας ταυτόχρονα την κατοπινή σταδιοδρομία τους στη λογοτεχνία και την τέχνη της Δύσης. Ο Οβίδιος των είκοσι αυτών διαδρομών κάνει νεύμα σε "αλαφροΐσκιωτους" αναγνώστες με σοβαρό κέφι.


Για τη μετάφραση των "Μεταμορφώσεων"(σ. 50-51)


Οι "Μεταμορφώσεις" έχουν τα τεχνικά χαρακτηριστικά μιας επικής αφήγησης περί του Παντός που βρίσκεται σε "ανταγωνιστική" σχέση με την ώριμη και κλασική επική αφήγηση της "Αινειάδας", αλλά κάτω από τη λεοντή μιας συνεχούς επικής αφήγησης επιφυλλάσσουν ένα είδος θεματικής, υφολογικής και ειδολογικής ποικιλίας-ακινησίας που τελικά ειρωνεύεται το σταθερό "ύψος" και "πάθος" του Βιργιλίου. Αυτό το ιστορικο-λογοτεχνικό περιστατικό δεν είναι, ασφαλώς, μεταφράσιμο, αποτελεί, ωστόσο, ή πρέπει να αποτελεί, μια σταθερή εντολή προς τον μεταφραστή να παρακολουθεί, κατά το δυνατόν, τις διακυμάνσεις τη οβιδιακής αφήγησης. Και είναι ακριβώς αυτό το μεγάλο εύρος αφηγηματικής διακύμανσης που διακρίνει τις "Μεταμορφώσεις" από την "Αινειάδα".

Από την άλλη μεριά, η θεματική, υφολογική και ειδολογική διακύμανση της αφήγησης των "Μεταμορφώσεων" αντιστοιχεί σε έναν πολύ συγκεκριμένο και οικείο ορίζοντα προσδοκίας: ο σύγχρονος του Οβιδίου αναγνώστης διαβάζει το έπος σε μια συγκυρία όπου τα θέματα, οι συμβάσεις και η γλώσσα των διαφόρων γραμματειακών ειδών έχουν ήδη αποσαφηνιστεί, αν όχι παγιωθεί, μέσα από μια ακμαία, και πρωτίστως λατινόφωνη, παραγωγή που τώρα πια μπορεί να θεωρείται παραδειγματική και κλασική. Από αυτήν την άποψη, οι "Μεταμορφώσεις" συμπεριφέρονται με μετα-ειδολογική αυτοσυνειδησία, τόσο στο θεματικό όσο και στο υφολογικό επίπεδο, άλλοτε υπερβάλλοντας, εν είδει παρωδίας, τυπικά χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου γραμματειακού είδους, άλλοτε προτείνοντας απρόσδόκητα συνοικέσια ανάμεσα σε διαφορετικά είδη, κάποτε αναπαράγοντας πιστά το οικείο ήθος ενός είδους. Με άλλα λόγια, τα όρια της αφηγηματικής ιδιοβουλίας του έπους είναι ακριβώς αυτός ο ιστορικο-λογοτεχνικά εγγυημένος ορίζοντας προσδοκίας, και η αφήγηση των "Μεταμορφώσεων" αποβαίνει εν πολλοίς μετα-αφήγηση -με όλα τα (αναγνωρίσιμα) παρεπόμενα της ειρωνείας, της πνευματώδους "σχηματοποίησης" και της φορμαλιστικής αυταρέσκειας.


Τί μπορεί να κάνει ο μεταφραστής για να "δώσει μιαν ιδέα" αυτού του μετα-ειδολογικού, μετα-αφηγηματικού χαρακτήρα του έργου; Προφανώς πολύ λιγότερα από όσα ήθελε, αλλά μπορεί τουλάχιστον να ελπίζει ότι, προκρίνοντας μιαν αυστηρότερα έμμετρη (και όχι χαλαρότερα έρρυθμη) απόδοση, που σε "κρίσιμα" σημεία καρυκεύεται και με ζευγαρωτές ομοιοκαταληξίες, ψηλαφά κάτι από τα "μετα-" και από τη φορμαλιστική "πόζα" μιας σχεδόν "παρακμιακά" αυτοσυνείδητης σύνθεσης. Να το πούμε αλλιώς: μια πιο ελεύθερη ροή στο μετάφρασμα μπορεί να μην έβλαπτε διόλου αυτό που περιέγραψα ως μεγάλο εύρος αφηγηματικής διακύμανσης, θα φαλκίδευε όμως, ή μάλλον-αν η κουβέντα αυτή ακούγεται βαριά- θα οδηγούσε σε μερική έκλειψη, τον παικτικό, υπερ-ώριμο και αυτοσυνείδητο φορμαλισμό της οβιδιακής γραφής.


Δείγμα μετάφρασης

Δαίδαλος και Ίκαρος (8.217-235)

Μες του Αιγαίου τα νερά (σ. 204-205)

"Ένας ψαράς που κάτω στο γιαλό τρεμουλιαστό κρατούσε το καλάμι,
στη γκλίτσα του γερμένος ο βοσκός κι απάνω στο αλέτρι ένας
ξωμάχος
τούς είδαν και τα χάσαν -"αληθώς είναι θεοί αυτοί που στους αιθέρες
διαβαίνουν", είπαν μέσα τους. Ιδού, τη Σάμο την αφήσαν στα ζερβά
τους,
της Ήρας το νησί, αλαργινές Δήλος και Πάρος φαίνονταν στο βάθος,
τη Λέβινθο την είχαν στα δεξιά, την Κάλυμνο με τα πολλά μελίσσια,
κι ο Ίκαρος, αστόχαστο παιδί, ξεθαρρεμενος χαίρονταν την πτήση,
παράτησε το χνάρι του οδηγού κι απ' τ' ουρανού σμπρωγμένος τη
λαχτάρα
ανέβηκε στα ύψη. Πιο κοντά στη γειτονιά του ήλιου, κι η πυρά του
μαλάκωσε το ευωδιαστό κερί κι έλυσε τους συνδέσμους στά φτερά του.
Λειωμένο το κερί! Αυτός γυμνά τα μπράτσα του τινάζει πάνω-κάτω -
μπράτσα γυμνά, και πώς να κρατηθεί δίχως κουπιά στον αραιόν αγέ-
ρα;
Έπεφτε στο απέραντο κενό και πέφτοντας εκραύγαζε "πατέρα!"
Τον δέχτηκαν του πόντου τα νερά, κι ο πόντος απ' αυτόν ονομασμένος.
Ο Δαίδαλος, πατέρας δυστυχής, γονιός από παιδί ορφανεμένος,
"Ίκαρε, πού είσαι;" κραύγαζε κι αυτός, "σε ποια να σε γυρέψω μο-
νοπάτια;"
Τον φώναζε και είδε ξαφνικά φτερά πάνω στα κύματα κομμάτια.
Την είπαν Ικαρία τη στεριά, και θάβοντας το γιο του μες στο μνήμα
ο Δαίδαλος βλαστήμησε βαριά της ξακουσμένης τέχνης του το κρίμα.



Μέσα στο πλούσιο εικαστικό κληροδότημα του μύθου περίοπτη είναι η ελαιογραφία του Pieter Bruegel του πρεσβύτερου (γύρω στο 1558-Μουσείο Καλών Τεχνών, Βρυξέλες): η τριάδα ψαρά, βοσκού και γεωργού, από τους στίχους 217-220 της οβιδιακής αφήγησης, συστεγάζεται στο ειδυλλιακό τοπίο που υποδέχεται αναπάντεχα τον τραγικό Ίκαρο (σ. 209).

Κυριακή, Ιουνίου 07, 2009

Αφήγηση/narrative και διήγηση ανεκδότων/stories




"Τίποτε δεν μας απαγορεύει να αναγάγουμε την τέχνη του storytelling στις τοιχογραφίες των ανθρώπων των σπηλαίων ... Αλλά από το μεταμοντέρνο λογοτεχνικό κίνημα της δεκαετίας του 1960, που ξεκίνησε από τα πανεπιστήμια και επεκτάθηκε σε μια ευρύτερη κουλτούρα, η αφηγηματική σκέψη διαδόθηκε σε άλλα πεδία: ιστορικοί, νομικοί, φυσικοί, οικονομολόγοι και ψυχολόγοι ανακάλυψαν την ικανότητα των ιστοριών να παράγουν πραγματικότητα. Και το storytelling έφτασε στο σημείο να συναγωνίζεται τη λογική σκέψη, προκειμένου να καταλάβουμε τη νομολογία, τη γεωγραφία, την ασθένεια ή τον πόλεμο. Οι ιστορίες έχουν γίνει τόσο πειστικές που οι κριτικοί φοβούνται μήπως αυτές καταστούν επικίνδυνο υποκατάστατο των γεγονότων και των λογικών επιχειρημάτων. Γοητευτικές ιστορίες μπορούν να αποβούν ψεύδη ή προπαγάνδα. Οι άνθρωποι λένε ψέματα στον εαυτό τους με τις ίδιες τους τις ιστορίες. Μια ιστορία που παρέχει μια καθησυχαστική ερμηνεία των γεγονότων μπορεί επίσης να εξαπατήσει, καταργώντας τις αντιφάσεις, τις περιπλοκές" (σ. 16-17).

"Η επιτυχία της αφηγηματικής προσέγγισης είναι έκδηλη πρωτίστως στο πεδίο των ανθρωπιστικών επιστημών, μια εξέλιξη την οποία βάφτισαν από το 1995 "the narrativist turn" (= αφηγηματική στροφή), και η οποία δεν άργησε να επεκταθεί στις κοινωνικές επιστήμες (σ. 17). Το storytelling μπόρεσε να εμφανιστεί ως μια τεχνική επικοινωνίας, ελέγχου και εξουσίας". "Πράγματι, στα μέσα της δεκαετίας του 1990 η αφηγηματική στροφή που παρατηρείται στις κοινωνικές επιστήμες συμπίπτει με την εκρηκτική ανάπτυξη του διαδικτύου και της προόδου των νέων τεχνικών πληροφόρησης και επικοινωνίας, που δημιουργούν τις προϋποθέσεις της αναγέννησης του storytelling και του επιτρέπουν να διαδοδεί τόσο γρήγορα. Διαφημιζόμενο από το άκρως αποτελεσματικό λόμπι των γκουρού, το storyttelling management θεωρείται εφεξής απαραίτητο για τους αποφασίζοντες τόσο στον τομέα της πολιτικής όσο και σε αυτόν της οικονομίας, των νέων τεχνολογιών, της πανεπιστημιακής παιδείας ή της διπλωματίας" (σ. 18).

"Το storytelling χρησιμοποιείται σήμερα από τους παιδαγωγούς ως τεχνική διδασκαλίας και από τους ψυχολόγους ως μέσο θεραπείας των ψυχικών τραυμάτων. Αποτελεί απάντηση στην κρίση νοήματος και εργαλείο προπαγάνδας, ένα μηχανισμό κατάδυσης σε εικονικό περιβάλλον και ένα όργανο διαμόρφωσης της εικόνας των ατόμων, μια τεχνική παρουσίασης της πληροφορίας και ένα φοβερό όπλο αποπληροφόρησης".

"Υποθέτω", γράφει ο Peter Brooks -άγγλος αφηγηματολόγος που δίδαξε για πολλά χρόνια στις ΗΠΑ- "ότι οι θεωρητικοί της αφήγησης θα έπρεπε να χαίρονται που βλέπουν το αντικείμενο μελέτης τους να κατακτά αχανή πεδία του λαϊκού και συνάμα ακαδημαϊκού λόγου. Το πρόβλημα είναι ωστόσο ότι η ανάμειξη της ιδέας της αφήγησης παντού μπορεί κάλλιστα να έχει καταστήσει την έννοια άχρηστη". Η αλματώδης ανάπτυξη του storytelling μοιάζει πράγματι με πύρρεια νίκη, που επιτεύχθηκε με τίμημα τον εκχυδαϊσμό της ίδιας της έννοιας "αφήγηση" και τη συντηρούμενη σύγχυση ανάμεσα σε μια πραγματική αφήγηση (narrative) και μια απλή διήγηση ανεκδότων (stories) -ανάμεσα σε μια μαρτυρία και μια μυθοπλαστική αφήγηση, μια αυθόρμητη αφήγηση (προφορική ή γραπτή) και μια έκθεση δράσης. Οι εργαλειοποιημένες χρήσεις της αφήγησης στα πλαίσια της διαχείρισης ή του ελέγχου καταλήγουν έτσι να καταργήσουν τη φανταστική σύμβαση (που επιτρέπει τη διάκριση της πραγματικότητας από τον μύθο και την άρση της δυσπιστίας του αναγνώστη, όσο διαρκεί μια αφήγηση), επιβάλλοντας σε "αναγνώστες", που μετατρέπονται έτσι σε πειραματόζωα, αυτό που το μάνατζμεντ αποκαλεί "αποτυπωμένες εμπειρίες", ήτοι συμπεριφορές που υπακούνε σε πειραματικούς κανόνες" (σ. 18-19).

"Οι πανεπιστημιακοί χαίρονται πάντα, όταν ανακαλύπτουν ότι το αντικείμενο των ερευνών τους βγαίνει από τους σωρούς των σκονισμένων βιβλίων τους για να ανταμώσει κάποια επίκαιρα γεγονότα. Δεν τους ενθουσιάζει τίποτε περισσότερο από τη διαπίστωση ότι αυτό που μελετούν μέσα στη μοναξιά τους βγαίνει ξαφνικά στο φως της μέρας.[...] Έγραφε ο Ρολάν Μπαρτ: "η αφήγηση αρχίζει με την ιστορία της ανθρωπότητας, δεν υπάρχει, δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά λαός χωρίς αφήγηση... Όλες οι κοινωνικές τάξεις, όλες οι ανθρώπινες ομάδες έχουν τις αφηγήσεις τους, και συχνότατα αυτές τις αφηγήσεις τις απολαμβάνουν από κοινού άνθρωποι με διαφορετικές ή και αντίθετες πολιτισμικές παραδόσεις. Η αφήγηση αδιαφορεί για την καλή ή κακή λογοτεχνία -διεθνής, διιστορική, διαπολιτισμική, η αφήγηση υπάρχει όπως η ζωή".

Ωστόσο, ο Μπαρτ δεν θα μπορούσε ποτέ του να φανταστεί, παρατηρεί ο Brooks, "ότι ένας αμερικανός πρόεδρος (ο Μπους ο νεότερος) θα παρουσίαζε μια μέρα τα μέλη της κυβέρνησής του ως εξής: "Ο καθένας έχει τη δική του ιστορία (story) που είναι μοναδική, ιστορίες που λένε πραγματικά τί μπορεί και πρέπει να είναι η Αμερική"... "Έχουμε όλοι μας μια θέση σε μια μακρά ιστορία, μια ιστορία που συνεχίζεται, και της οποίας δεν θα δούμε το τέλος". Και κατέληγε: "Αυτή η ιστορία συνεχίζεται...". "Έχουμε την εντύπωση", καταλήγει ο Peter Brooks "ότι η λέξη story είναι η πανταχού παρούσα κατηγορία, στην οποία συνοψίζεται για τον Μπους το νόημα του κόσμου" (σ. 21).

"Πώς αλήθεια η ιδέα του Μπαρτ σύμφωνα με την οποία η αφήγηση είναι μια από τις μεγάλες κατηγορίες της γνώσης που χρησιμοποιούμε για να κατανοήσουμε και να βάλουμε σε τάξη τον κόσμο, μπόρεσε να επιβληθεί στην πολιτική υπο-κουλτούρα, στις μεθόδους διεύθυνσης επιχειρήσεων ή στη διαφήμιση; Τί πρέπει να σκεφτόμαστε γι' αυτή τη νέα βουλγκάτα, σύμφωνα με την οποία όλοι οι λόγοι (πολιτικοί, ιδεολογικοί, ή πολιτισμικοί) οφείλουν να υιοθετήσουν μιαν αφηγηματική μορφή; [...] Στα στούντιο των τηλεριάλιτι, όπως και στις κονσόλες των βιντεοπαιχνιδιών, στις οθόνες των κινητών τηλεφώνων και των υπολογιστών, από το υπνοδωμάτιο ως το αυτοκίνητο, η πραγματικότητα ντύνεται εφεξής με ένα αφηγηματικό δίχτυ που φιλτράρει τα ερεθίσματα και ενισχύει τις χρήσιμες συγκινήσεις".

"Οι μεγάλες αφηγήσεις, που σημαδεύουν την ανθρώπινη ιστορία από τον Όμηρο ως τον Τολστόι και από τον Σοφοκλή ως τον Σαίξπιρ ιστορούσαν πανανθρώπινους μύθους και μεταβίβαζαν τα διδάγματα των περασμένων γενεών, διδάγματα σοφίας, καρπό τη συσσωρευμένης εμπειρίας. Το storytelling ακολουθεί την αντίθετη πορεία: κολλάει πάνω στην πραγματικότητα τεχνητές αφηγήσεις, βραχυκυκλώνει τις συνομιλίες, παραγεμίζει τον συμβολικό χώρο με σίριαλ και stories (ανέκδοτα). Δεν διηγείται την αποκτηθείσα πείρα, εντυπώνει συμπεριφορές και κατευθύνει τις ροές συγκινήσεων. Απέχοντας πολύ από αυτές τις "διαδρομές της αναγνώρισης", που ο Πόλ Ρικέρ αποκρυπτογραφούσε στην αφηγηματική δραστηριότητα, το storytelling εγκαθιστά αφηγηματικά γρανάζια που οδηγούν τα άτομα στην ταύτισή τους με πρότυπα και στη συμμόρφωσή τους προς κανόνες" (σ. 20-21).

Πού αναφέρονται όλα τα προηγούμενα; Στην Εισαγωγή της συναρπαστικής μελέτης του Christian Salmon "Storytelling. Η μηχανή που κατασκευάζει ιστορίες και χειραγωγεί τα πνεύματα", μτφρ. Γ. Καυκιάς, επιμ. Σ. Ρηγοπούλου. Αθήνα: εκδ. Πολύτροπον 2008. Στο βιβλίο περιγράφεται η εξέλιξη της έννοιας "αφήγηση" και η μετάπτωσή της σε storytelling ("διήγηση ανεκδότων"), ενώ δίνεται έμφαση στα ερωτήματα που αφορούν στην χωρίς προηγούμενο ανάπτυξη των εργαλειακών χρήσεων της δεύτερης. Διερευνώνται έτσι οι βιομηχανίες παραγωγής συγκινήσεων που μας προτείνουν συλλογικά παραμύθια, λ.χ. το Χόλιγουντ και η Ντίσνεϊ, η Nike, η Coca Cola, η Adobe, η Microsoft, και η Παγκόσμια Τράπεζα, όπου συνέβη και το πρώτο πείραμα storytelling management (= το σύνολο των τεχνικών που οργανώνουν τη νέα παραγωγική "φλυαρία", η οποία αντικαθιστά τη σιωπή των εργαστηρίων και των εργοστασίων (σ. 111).

Συζητώνται επίσης οι μηχανισμοί εταιριών επικοινωνίας που πωλούν την dream society, την κοινωνία του ονείρου, όπου η εργασία θα καθορίζεται από ιστορίες και συγκινήσεις, και όπου δεν θα αγοράζουμε πλέον μόνο εμπορεύματα αλλά τις ιστορίες που αυτά διηγούνται. Παρακολουθούνται, τέλος, οι δραστηριότητες των spin doctors του Λευκού Οίκου, οι οποίοι φιλοδοξούν να δημιουργούν ολοένα και πιο φρέσκες πραγματικότητες χάρη στο storytteling μέχρι το Institute for Creative Technology του Los Angeles, όπου επεξεργάζονται τις τεχνικές στρατιωτικής εκπαίδευσης (σ. 24-25). Αναλυτικότερα:

Το πρώτο κεφάλαιο πραγματεύεται το μάρκετινγκ. Περιγράφονται οι τεχνολογίες που επιτρέπουν τη μετακίνηση του ενδιαφέροντος από τις μάρκες και τα λογότυπα στα stories των προϊόντων. Μια αλλαγή που συνεπάγεται την εμφάνιση ενός νέου λεξιλογίου, όπου η "ακροαματικότητα" αντικατέστησε τους καταναλωτές και οι "αφηγηματικές σκηνές" τις διαφημιστικές "καμπάνιες". Αναφέρεται, για παράδειγμα, ότι "ο σκοπός του αφηγηματικού μάρκετινγκ δεν είναι να πείσει τον καταναλωτή να αγοράσει ένα προϊόν αλλά και να τον βυθίσει σε ένα αφηγηματικό περιβάλλον, να τον εμπλέξει σε μια αξιόπιστη ιστορία. Το ζήτημα δεν είναι πλέον να γοητεύσει ή να πείσει, αλλά να παραγάγει πεποίθηση. Όχι να ενισχύσει τη ζήτηση, αλλά να προσφέρει μια ιστορία ζωής, η οποία προτείνει ολοκληρωμένα μοντέλα συμπεριφοράς που περιλαμβάνουν ορισμένες αγοραστικές πράξεις, χρησιμοποιώντας πραγματικές αφηγηματικές διαδικασίες".

"Ο κόσμος σήμερα, ενόψει της παγκοσμιοποιημένης ανασφάλειας, έχει ανάγκη από "παραμύθια", τα οποία ενισχύουν την ανάγκη μας για αλήθεια, για το νόημα της ζωής καθώς και τη δίψα μας για μαγεία και μυστήριο. Αυτό μαρτυρεί η εμπορική επιτυχία στη Δύση των βιβλίων του Τζ. Ρ. Π. Τόλκιν και της Τζ. Κ. Ρόουλινγκς. Πρόκειται για ιστορίες και παραμύθια που τρέφονται από τη μυθική μας κληρονομιά και μιλούν στην παγκοσμιοποιημένη φαντασία μας, παρέχοντας ταυτόχρονα την αίσθηση ότι ανήκουμε σε μια ιδιαίτερη παράδοση".

Στο δεύτερο κεφάλαιο περιγράφεται η εφεύρεση, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, του storytelling management, που ανέλαβε να κινητοποιήσει τις συγκινήσεις με τη μέθοδο των κοινών αφηγήσεων. Αυτός ο λόγος απευθύνεται κυρίως στα στελέχη. Ο ρόλος του είναι να αφηγηματοποιεί τις αξίες της αυτονομίας και της υπευθυνότητας, της διεύθυνσης και της καινοτομίας, της ελαστικότητας και της προσαρμοστικότητας.

Η ιστορία του storytelling management εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 90 στις ΗΠΑ, πρεσβεύοντας την είσοδο των βάρδων και των παραμυθάδων στις επονομαζόμενες επιχειρήσεις-αφηγήτριες. Επειδή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται (σ. 53) "πρέπει να ξεμάθουμε τα πάντα: να σκεφτόμαστε, να πράττουμε, να εργαζόμαστε σε δίκτυο, να διαχειριζόμαστε τις αποστάσεις, να καταρτίζουμε νομαδικές ομάδες, να ελέγχουμε την υπεραφθονία των πληροφοριών, να προσαρμοζόμαστε στην ταχύτητα του επιχειρείν σε πραγματικό χρόνο. Τέρμα οι παρουσιάσεις με PowerPoint, τα τσεκαρίσματα, οι βαρετές επιχειρηματολογίες. Ζήτω το storytelling".

Ιδρυτής του storytelling management αναφέρεται ο S. Denning - πρώην διευθυντικό στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας- ο οποίος, "στη θέση της υπερβολικά ορθολογικής προσέγγισης του παραδοσιακού μάνατζμεντ, πρότεινε μια "τολστοϊκή" προσέγγιση, ως τη μόνη ικανή να λάβει υπόψη της τον πλούτο και την πολυπλοκότητα της ζωής, αναδεικνύοντας συνάφειες ανάμεσα στα πράγματα. Ο Denning εξέδωσε πολλά βιβλία, όπου αναφέρεται στην αφηγηματολογία του Ρολάν Μπαρτ, αλλά δεν ξεχνά να συνθέσει επίσης παραμύθια με ζώα, όπως οι ιστορίες της Squirrel Inc, μιας επιχείρησης που τη διαχειρίζονται σκίουροι και η οποία χάνει κάθε χρόνο το 50% των αποθεμάτων της σε φουντούκια, ελλείψει μιας καλής διαχείρισης βασισμένης στο storytelling" (σ. 65).

"Το σχέδιο του storytelling management συνοψίζεται σε μια γενικευμένη αφηγηματοποίηση της ζωής στους τόπους εργασίας. Η αφηγηματοποίηση γίνεται πλέον υπόθεση του μάνατζμεντ: συντονισμός, διεπίδραση, κοινές πρακτικές, προετοιμασία για την αλλαγή, απολύσεις, καινοτομία [...] Ο καθένας είναι υποχρεωμένος να διηγηθεί εμπειρίες και να τροφοδοτήσει την αφηγηματική μηχανή που καταγράφει τις ιστορίες, τις ταξινομεί και τις μορφοποιεί" (σ. 68).

Από την άλλη μεριά, ο D. Dowden - πρώην διευθυντής της ΙΒΜ- "προσπάθησε και αυτός να συλλέξει τα ειδικά αφηγηματικά αρχέτυπα για τις ιστορίες των επιχειρήσεων. Εμπνεόμενος από τη μέθοδο του Ρώσου σημειολόγου Βλάντιμιρ Προπ, ο οποίος είχε συλλέξει τα λαϊκά παραμύθια για να αναδείξει ένα σύνολο ιδιαίτερων δομικών λειτουργιών στο παραμύθι, συνέταξε έναν κατάλογο χρήσιμων ιστοριών και αποτελεσματικών παραμυθιών. Για όποιον έχει διαβάσει Προπ, το αποτέλεσμα του Dowden είναι απίστευτο. Έχουμε, λ.χ., την ιστορία που μιλάει για μιαν αγορά, όπου όλα είναι προς πώληση, εκτός από την τιμή, το παραμύθι με τα ευγενικά αρκουδάκια που μεταμορφώθηκαν σε σκληραγωγημένους πολεμιστές λόγω των ατιμιών που τους κάνουν ανελέητοι ανταγωνιστές, την παραβολή με την ορχήστρα της τζαζ, όπου τα πάντα είναι διαρκώς προς επανεφεύρεση" (σ. 70-71).

Το συλλογικό έργο "Μύθοι, ιστορίες και οργανισμοί" (2004) μαρτυρεί το αυξημένο ενδιαφέρον για το λεγόμενο organizational storytelling. Αναφέρεται, για παράδειγμα, στο σχετικό βιβλίο: "θεωρείται εφεξής ότι οι οργανώσεις έχουν ορισμένα φολκλορικά και μάλιστα μυθολογικά χαρακτηριστικά, όπως οι παροιμίες, οι συνταγές, τα τελετουργικά, οι ιεροτελεστίες, οι μύθοι και οι θρύλοι [...] Έχουν καταφανώς πρόσωπα, όπως ήρωες, τρελούς, απατεώνες κτλ., καθώς και στοιχεία πλοκής -ατυχήματα, απάτες, λάθη τιμωρίες, συμπτώσεις και συγκρούσεις, τα οποία συναντούμε στους αρχαίους μύθους". Το κάθε κεφάλαιο αυτού του βιβλίου παίρνει έτσι ως βάση εκκίνησης μια ιστορία ή ένα μύθο και εξετάζει τη σημερινή τους σημασία σε έναν κόσμο παγκοσμιοποίησης και υπερκατατανάλωσης. Η "Οδύσσεια", αναθεωρημένη και διορθωμένη προς χρήση των επιχειρήσεων - ένας κόσμος ηρώων και ηρωίδων, θεών και θεαινών, φαντασμάτων και δράκων. Ορισμένα κεφάλαια θέτουν το ζήτημα της ηγεσίας για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, της θέσης των γυναικών στην οργάνωση, της οικοδομόμησης της ταυτότητας, της διαχείρισης των συγκινήσεων. Όλες αυτές οι ιστορίες διηγούνται πώς "οι ήρωες της εποχής μας οικοδομούν ένα νέο κόσμο" (σ. 80).

Στο τρίτο κεφάλαιο αναδεικνύονται τα τρία συστατικά στοιχεία του νεο-μάνατζμεντ της δεκαετίας του 2000:
1) επιταγή αλλαγής
2) διαχείριση συγκινήσεων
3) χρήση ιστοριών στη διαχείριση του συγκινησιακού εγώ.
4) Ελαφρότητα, ταχύτητα, ακρίβεια, ορατότητα, πολλαπλότητα και συνοχή.

"Αυτά θα μπορούσαν να είναι μια καλή σύνοψη των αξιών του νέου μάνατζμεντ. Λάθος. Είναι οι τίτλοι έξι διαλέξεων, που επρόκειτο να κάνει ο Ιταλός συγγραφέας Ίταλο Καλβίνο στις ΗΠΑ το 1985-86. Είχε επιλέξει έξι ουσιώδεις αξίες που θα συγκροτούσαν, κατά τη γνώμη του, την επιστήμη του 21ου αιώνα. Έγραψε τις πέντε πρώτες, οι οποίες εκδόθηκαν μετά θάνατον με τον τίτλο "Αμερικανικά μάθήματα". Ο θάνατος δεν του επέτρεψε να γράψει το έκτο. Αυτές οι έξι αξίες, που αποτελούσαν για τον Καλβίνο την πιο πολύτιμη κληρονομιά του μυθιστορήματος, βρίσκονται σήμερα στον πυρήνα του σχεδιασμού του storytelling management. Από το έκτο μάθημα δεν μένει παρά ο τίτλος Consistency. Γνωρίζουμε ότι ο συγγραφέας σκόπευε να παραγματευτεί εκεί το διήγημα του Χέρμαν Μέλβιλ, με τον τίτλο "Μπάρτλεμπι" και τον υπότιτλο "Μια ιστορία της Γουόλ Στριτ". (σ 100-101).

Το τέταρτο κεφάλαιο πραγματεύεται τη σύνδεση ανάμεσα στις νέες τεχνικές κινητοποίησης και την εμφάνιση μιας νέας μορφής οργάνωσης της εργασίας, μεταλλασσόμενης, αποκεντρωμένης και νομαδικής, της οποίας το ιδεώδες είναι η προσαρμογή σε ένα περιβάλλον ασταθές και απρόβλεπτο, καθώς και η προσαρμογή της αναζήτησης κέρδους σε κύκλους ολοένα και πιο βραχυπρόθεσμους. Ο ρόλος του storytelling στην περίπτωση αυτή "δεν είναι μόνο να λέει "παραμύθια" στους εργαζόμενους, αλλά και να καταστήσει συλλογικά αποδεκτές μια σειρά δοξασίες, ικανές να προκαλέσουν τη στράτευση των εργαζομένων και να κατευθύνουν τις ροές συναισθημάτων -με λίγα λόγια να δημιουργήσει έναν καταναγκαστικό συλλογικό μύθο: "οι ιστορίες μπορούν να είναι φυλακές", γράφει ο Boje -θεωρητικός του μάνατζμεντ- "από τη στιγμή που εγγραφόμαστε μέσα σε ιστορίες, με πρόσωπα και με μια πλοκή, εμπλεκόμαστε με άλλους, οι οποίοι περιμένουν να αντιδράσουμε, να μιλήσουμε και να κινηθούμε κατά ένα ορισμένο τρόπο" (σ. 110).

Στο πέμπτο κεφάλαιο εξετάζεται η επίδραση του storytelling στον πολιτικό λόγο στις ΗΠΑ. Αναφέρεται στο ψυχολογικό τραύμα που προκάλεσε το Γουότερ-γκέιτ, την έμμονη ιδέα του ελέγχου των μίντια από την εκτελεστική εξουσία, την εμφάνιση των spin doctors επί προεδρίας Ρέιγκαν και εκείνη των story spinners επί προεδρίας Κλίντον. Ο όρος spin doctor επινοήθηκε από τους συμβούλους του Ρέιγκαν -τον μεγαλύτερο "παραμυθά" (storyteller) κατά τους Κάρβιλ και Μπενγκαλά (σ. 130)- και, παραπέμποντας στο "σβούρισμα/στροβίλισμα", αναφέρεται στους συμβούλους επικοινωνίας και γενικότερα τους παράγοντες επηρεασμού της κοινής γνώμης οι οποίοι παρέχουν επιχειρήματα, εικόνες και σκηνοθεσίες, προκειμένου να παραγάγουν μια ορισμένη επιθυμητή επίδραση σε αυτήν (σ. 124-125). Οι story spinners διαδέχθηκαν τους spin doctors και συγκροτούν σώμα συμβούλων των εκάστοτε υποψηφίων αμερικανών προέδρων, που τους βοηθούν να παρασκευάσουν την ιστορία τους και να επινοήσουν τις αποτελεσματικότερες μεθόδους ώστε να μεταδώσουν το μήνυμά τους. "Μια προεδρική προεκλογική εκστρατεία", εξηγεί ένας από αυτούς, "είναι ένα μεγάλο φεστιβάλ αφήγησης, στο οποίο ο Τύπος είναι ταυτόχρονα ο ηθοποιός, ο χορός και το κοινό" (σ. 144). Εξετάζεται, επίσης, στο ίδιο κεφάλαιο πώς η "στρατηγική της Σεχραζάντ" του Καρλ Ρόουβ, επί προεδρίας Μπους του νεότερου, κατέστησε το storytelling κλειδί για την κατάκτηση της εξουσίας και την άσκησή της. Η στρατηγική της Σεχραζάντ συνίσταται σε μια απλή αρχή: "Όταν η πολιτική σάς καταδικάζει σε θάνατο, αρχίστε να λέτε ιστορίες, ιστορίες τόσο παραμυθένιες, τόσο συναρπαστικές, τόσο μαγευτικές, που ο βασιλιάς (ή στην προκειμένη περίπτωση οι αμερικανοί πολίτες) θα ξεχάσει την καταδίκη σας στην εσχάτη των ποινών" (σ. 147).

Στο έκτο κεφάλαιο αναλύεται η αυξανόμενη σύγκλιση ανάμεσα στο Πεντάγωνο και το Χόλιγουντ, που κατέληξε το 1999 στην ίδρυση του Institute for Creative Technologies (ICT), ενός στούντιο παραγωγής που συγκεντρώνει τους στρατιωτικούς ειδικούς και τους καλύτερους σεναριογράφους του Χόλιγουντ, και το οποίο έχει γίνει μέσα σε πέντε χρόνια ο κύριος παραγωγός βιντεοπαιχνιδιών, προοριζόμενων για τη στρατολόγηση και την εκπαίδευση των στρατιωτικών. Εδώ ο Ματσεντόνια- διοικητής του γραφείου προσομοιώσεων του στρατού, μεταξύ άλλων, "συγκρίνει τα σενάρια μάχης που χρησιμοποιεί το ICT με τις εποποιίες του Ομήρου, ιστορίες που οι άνθρωποι αφηγούνται για να μεταβιβάσουν την εμπειρία πεπειραμένων πολεμιστών στους νέους που ετοιμάζονται να πάνε στη μάχη" (σ. 161).

Τέλος, στο έβδομο κεφάλαιο αποκαλύπτεται πώς από τις 11 Σεπτεμβρίου 2001 και εντεύθεν η αμερικανική διπλωματία υπακούει σε μια λογική του μάρκετινγκ, φτάνοντας μάλιστα να αναθέτει διπλωματικά πόστα σε ειδικούς του branding, που αναλαμβάνουν να πουλήσουν ως μάρκα την Αμερική στον κόσμο. Ο συγγραφέας εξετάζει σε αυτό το κεφάλαιο "τις νέες τεχνικές σκηνοθεσίας της αμερικανικής ισχύος, οι οποίες συμβάλλουν, όπως λέει ένας σύμβουλος του Μπους, στη "δημιουργία της δικής μας πραγματικότητας" (σ. 26).




Η μελέτη του Salmon, ανιχνεύοντας την εκφυλιστική εκτροπή της αφήγησης σε ανεκδοτολογία /παραμυθολογία, επικεντρώνεται στην αμερικανική πραγματικότητα. Σήματα, ωστόσο, της αποκαθήλωσης των "μεγάλων αφηγήσεων" και της έκπτωσής τους σε storytelling έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, στον χώρο της πολιτικής, της οικονομίας, του πολιτισμού και της εκπαίδευσης. Ανυποψίαστα, επίσης, και αθώα στη χώρα μας.

Το βιβλίο του Salmon υποψιάζει και τον εκπαιδευτικό στο να διερωτηθεί, τουλάχιστον, για κάποια ειδικότερα ζητήματα, όπως:
1) τον, πολιτικό και συνάμα πολιτιστικό, ριζοσπαστισμό των χρήσεων / καταχρήσεων της αφηγηματολογίας στο μάθημα της λογοτεχνίας
2) τον "καινοτομικό" χαρακτήρα της διασύνδεσης διαφορετικών γνωστικών αντικειμένων (πρβλ., λ.χ., τον πολυφορεμένο τίτλο "αφήγηση και μαθηματικά")
3) το "νεοτερικό" μπόλιασμα των αρχαιογνωστικών μαθημάτων με τις αφηγηματολογικές σπουδές
4) το "πολιτικό" νόημα και τη χρησιμότητα παιδαγωγικών δραστηριοτήτων και πρακτικών μέσω των συνεργατικών "σεναρίων"
5) την "απελευθερωτική" λειτουργία και ιδεολογία που εισάγουν τα βιντεοπαιχνίδια, οι εικονικοί κόσμοι και αφηγηματικοί μικρόκοσμοι στην εκπαίδευση
6) την αναπλήρωση του κριτικού λόγου με ανεκδοτολογίες από διανοούμενους, πολιτικούς, δημοσιογράφους, παιδαγωγούς και πάσης φύσεως "διαφωτιστές", όταν παρεμβαίνουν και τοποθετούνται σε θέματα θεωρίας και διδασκαλίας των μαθημάτων στο σημερινό σχολείο.

Παρασκευή, Μαΐου 29, 2009

Ο Αστερίξ, ο Οβελίξ και τα επιρρήματα της Λατινικής


Τετάρτη, Μαΐου 20, 2009

Μή τίς



Τα τεύχη του Mètis για την περίοδο 1986-1998 είναι ελεύθερα στο διαδίκτυο. Περιοδικό με ανθρωπολογικές κυρίως προσεγγίσεις σε προβλήματα του ελληνορωμαϊκού κόσμου, λειτούργησε υπό την εποπτεία των αειμνήστων Jean-Pierre Vernant, Pierre Vidal-Naquet και Nicole Loraux. Το Mètis, στο οποίο έγραψαν κατά καιρούς αρκετοί έλληνες ερευνητές, ήταν το πρώτο ίσως περιοδικό στον ευρωπαϊκό χώρο που έστησε με πρωτοποριακό τρόπο γέφυρες ανάμεσα στις αρχαιογνωστικές και τις κοινωνικές επιστήμες. Επί τη ευκαιρία, μια ενδεικτική ομιλία του "σωματοφύλακα" της κλασικής σκέψης J.-P. Vernant, με θέμα τον μύθο της Πανδώρας:


Τετάρτη, Απριλίου 29, 2009

Εγχειρίδια και εκδόσεις για τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά




Ξενόγλωσσα εγχειρίδια για τη διδασκαλία των κλασικών γλωσσών (αρχαίων ελληνικών και λατινικών), συγκεντρωμένα κυρίως από το Google Books και το Internet Archive (text archive), προσφέρονται ελεύθερα στην ιστοσελίδα του Edwin F. Donnelly (M.D., Ph.D).Εδώ επίσης, άφθονα και ελεύθερα, πολλά αρχαιοελληνικά και λατινικά κείμενα των εκδόσεων Loeb.


Στο μεταξύ, πληθαίνουν οι κριτικέs τοποθετήσεις των ειδικών για τη μονοπωλιακή διαχείριση των ηλεκτρονικών βιβλίων και το ζήτημα των πνευματικών δικαιωμάτων από το google ή το scribd.

Τετάρτη, Απριλίου 08, 2009

Ο Παρθενώνας, οι ολυμπιακοί αγώνες και η Coca Cola


Ήταν το 1992, όταν δημοσιεύτηκε στην ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera η επόμενη διαφήμιση της Coca Cola, προκειμένου να ενισχύσει την επικείμενη απόφαση της ΔΟΕ για την τέλεση των ολυμπιακών αγώνων το 1996 στην Ατλάντα των ΗΠΑ. Η Ελλάδα ήταν η βασική αντίπαλος υποψήφια χώρα.


,

Η "ιερόσυλη" τότε ενέργεια, που προκάλεσε τις γνωστές αντιδράσεις εκ μέρους της Ελλάδας, φαίνεται ότι "με το πέρασμα του χρόνου" λησμονήθηκε, καθώς το 2004 η Coca Cola ήταν στην κορυφή της λίστας των χορηγών των ολυμπιακών αγώνων που τελέστηκαν στη χώρα μας.




Οι πληροφορίες και οι εικόνες προέρχονται από το Yannis Hamilakis. 2007. The Nation and its Ruins, Antiquity, Archaeology, and National Imagination in Greece. Oxford: Oxford University Press, σσ. 2 & 5-7.

Σάββατο, Απριλίου 04, 2009

Ο Καβάφης, η Ιθάκη και το Seat. Ο δούρειος ίππος, η Τροία και το Corsa. Ο Ευριπίδης, οι Τρωάδες και η Barbie.


Ο διαφημιστικός, βιντεογραφημένος λόγος σε μια από τις άφθονες φετιχιστικές του όψεις. Εκτός κι αν εμπιστευθούμε την άποψη ότι τελικά "Όλες οι απολαύσεις είναι ίδιες. Ψυχικές (γιατί στην ψυχή μας τις νιώθουμε), αλλά και αισθησιακές (γιατί με τις αισθήσεις μας τις αντιλαμβανόμαστε)". Ο αισθησιασμός της "Ιθάκης" του Καβάφη, κατ’ επέκταση, δεν διαφέρει από την αισθησιακή οδήγηση ενός αυτοκινήτου.

.

Όταν, εξάλλου, υπάρχουν σήμερα τα "άλογα" του Corsa, σε τί μας χρειάζεται ο δούρειος ίππος; ίσως για να μπορούμε να κατανοούμε τη σχετική διαφήμιση.



Aνάλογα διλήμματα/ερωτήματα υποκινεί η παράσταση "Η Barbie της Τροίας, θεατρική εκδοχή των Τρωάδων του Ευριπίδη.


Φωτογραφία από την παράσταση, όπου η πρωταγωνίστρια, πριν από το ταξίδι της για την Τροία, εξοπλίζεται με τις κούκλες της.

Πέμπτη, Απριλίου 02, 2009

Και όνομα μεν δημοκρατία...




Ο αρχαιοελληνικός όρος και το περιεχόμενο της δημοκρατίας αφθονούν σε διάφορα αρχαιοελληνικά κείμενα που διδάσκονται στο Λύκειο. Δυσκολεύεται, ωστόσο, να εντοπίσει κανείς ορισμούς ή σχόλια που να εξειδικεύουν ή να διαφοροποιούν νοήματα και πολιτικές καταστάσεις, κυρίως ανάμεσα στο τότε και στο τώρα. Και στο ζήτημα αυτό δυστυχώς ακόμη και τα λεξικά δεν βοηθούν. Ο όρος δημοκρατία, αποτυπωμένος στη διάσημη φράση του Θουκυδίδη (Επιτάφιος του Περικλή, ΙΙ 37, 3-4) καὶ ὄνομα μὲν διὰ τὸ μὴ ἐς ὀλίγους ἀλλ' ἐς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία εξηγείται στο σχολικό εγχειρίδιο «επειδή η εξουσία δε βρίσκεται στα χέρια των ολιγαρχικών αλλά του δήμου». Στα εκτενέστερα, μάλιστα, σχόλια του ίδιου εγχειριδίου επισημαίνεται ότι «ο όρος δημοκρατία... σήμαινε την κυριαρχία του δήμου, δηλαδή του κόμματος στο οποίο ανήκουν οι πλείονες (σε αντίθεση με τους ὀλίγους, τους αριστοκρατικούς). Στα ερμηνευτικά, επίσης, σχόλια του σχολικού εγχειριδίου για τα Ρητορικά κείμενα της Β´ Λυκείου αναφέρεται πως «η βασική διαφορά μεταξύ των δύο πολιτευμάτων [ενν. της δημοκρατίας και της ολιγαρχίας] είναι ότι στη δημοκρατία την κυρίαρχη εξουσία κατέχει η πλειοψηφία των πολιτών, ενώ στην ολιγαρχία η μειοψηφία, οι ὀλίγοι, που διακρίνονται λόγω δυνάμεως». Με άλλα λόγια, η λεξιλογική διαφορά ανάμεσα στην αρχαιοελληνική δημοκρατία και τα αντίπαλα πολιτεύματα είναι καταρχήν ποσοτική: στη δημοκρατία την εξουσία την έχουν οι πολλοί (ο δήμος), ενώ στα άλλα (λ.χ. τη μοναρχία ή την ολιγαρχία) την έχουν ο ένας ή οι λίγοι.

Αναλογιζόμενος αν η ποσοτική αυτή σύγκριση (λεξιλογικά τουλάχιστον) είναι περιγραφικά ακριβής, καθώς συγκρίνεται η δημοκρατία ( < δῆμος + κράτος) με όρους με διαφορετικά συνθετικά, όπως η ολιγαρχία ( < ὀλίγοι + ἀρχή), έπεσα στο άρθρο του ιστορικού Josiah Ober με τον τίτλο «The Original Meaning of “Democracy”: Capacity to do Things, not Majority Rule». Ο αμερικανός καθηγητής υποστηρίζει ότι η «αριθμητική» αντίληψη περί της αρχαιοελληνικής δημοκρατίας (ότι, δηλ., αντιπροσωπεύει την εξουσία των πολλών έναντι των λίγων) είναι υποτιμητική επινόηση των επικριτών της δημοκρατίας των κλασικών χρόνων παρά ακριβής περιγραφή της πολιτικής πραγματικότητας, την οποία ο σχετικός όρος στα κλασικά χρόνια δήλωνε.

O Ober, εξετάζοντας τον όρο δημοκρατία συγκριτικά, στα συμφραζόμενα της κλασικής (του 5ου και 4ου αι. π.Χ.) ορολογίας σχετικής με τους τύπους των τότε πολιτευμάτων, υποστηρίζει ότι η δημοκρατία δηλώνει το καθεστώς στο οποίο ο δῆμος αποκτά τη συλλογική ικανότητα να υποκινεί αλλαγές στη δημόσια σφαίρα. Το ερμηνευτικό κλειδί του Ober είναι κυρίως το επίθημα κράτος (= εξουσία, δύναμη, ικανότητα να κάνεις πράγματα), που εμφανίζεται σε πολιτειακούς και πολιτικούς όρους (δημοκρατία, ἀριστοκρατία, ἰσοκρατία) σε σχέση με το επίθημα ἀρχή, που έχει να κάνει αποκλειστικά με τη «μονοπωλιακή» διαχείριση ενός πολιτικού αξιώματος (από τον ένα, λ.χ., στη μοναρχία, τους λίγους στην ολιγαρχία, κοκ). Είναι ο δεύτερος όρος, η ἀρχή, που απαντά στο ερώτημα «πόσοι κυβερνούν», ή πόσοι μπορεί να κατέχουν δημόσιες θέσεις με θεσμικό κύρος (παράδειγμα οι ολιγαρχικοί Τριάκοντα) παρά το επίθημα κράτος, που δεν αναφέρεται ποτέ στην κατοχή αξιώματος και, γι’ αυτό, δεν συντίθεται με όρους αριθμητικούς. Έτσι, αν και γινόταν λόγος για τη δύναμη/εξουσία των πολλών, όρος πολλοκρατία ή πολλαρχία δεν υπάρχει. Επειδή, δηλαδή, οι πολλοί (σε αντίθεση με τον ένα της μοναρχίας και τους λίγους της ολιγαρχίας), δεν αριθμούνταν, αλλά αποτελούσαν συλλογικό σώμα (τον δῆμον). Ούτε, εξάλλου, μονοκρατία ή ὀλιγοκρατία υπάρχουν, λέει ο Ober, ως όροι, στον βαθμό που ο ένας ή οι λίγοι θεωρούνταν εξ ορισμού δυνατοί, με εξουσία και δύναμη, εξαιτίας του πλούτου τους ή της ευγενικής τους καταγωγής και δεν χρειαζόταν η εξουσία/δύναμή τους το κράτος. Η ἀριστοκρατία, βέβαια, μπορεί να προσεγγίζει την ολιγαρχία, όμως οι ἄριστοι δεν είναι καλά και σώνει ολιγαρχικοί, ενώ μόνο η γυναικοκρατία μπορεί να αναφέρεται στην πληθυντική κατοχή αξιωμάτων.

Αναλογικά λοιπόν προς την ἰσοκρατία, που μέσω του προθέματος ἰσο- αναφερόταν σε μια μορφή διανεμητικής ισότητας όσον αφορά την πρόσβαση σ' ένα τύπο δικαιώματος χρήσης (πρβλ. τους ηροδότειους όρους της "ισηγορίας" και "ισονομίας"), η δημοκρατία, μέσω του επιθήματος κράτος, κάθε άλλο παρά σήμαινε τη μονοπωλιακή διαχείριση αξιωμάτων από τον δήμο. Ούτε και τη «δύναμη του λαού» δήλωνε, αν η φράση εννοηθεί ως μια ανώτερη ή μονοπωλιακή εξουσία του δήμου συγκριτικά με άλλους ενδυνάμει κατόχους πολιτικής δύναμης. Ούτε στηρίχθηκε, περιοριστικά και αποκλειστικά, η αρχαιοελληνική δημοκρατία στην ισότητα της ψήφου –ο όρος εξάλλου ἰσοψηφία επίσης δεν υπάρχει. Αν ο δῆμος ήταν ένα ετερόκλητο τελικά σώμα ανθρώπων στο οποίο καθένας μπορούσε να διαλέξει να κάνει αυτό που επιθυμούσε, είναι σημερινή παρά αρχαία η αντίληψη ότι η ψήφος καθόριζε το πολίτευμα της δημοκρατίας. Τελικά: ο όρος δημοκρατία παραπέμπει στη συλλογική δύναμη και ικανότητα που απέκτησε ο δήμος να κάνει (νέα) πράγματα στη δημόσια σφαίρα και, κυρίως, να ανασυνθέτει αυτή τη δημόσια σφαίρα μέσω της συνεχούς δράσης. Όλα τα άλλα, πάντοτε κατά τον Ober, δεν είναι παρά ορισμοί των κριτικών της αθηναϊκής δημοκρατίας όπως, ο «γερο-ολιγαρχικός» ανώνυμος συγγραφέας στη «ψευδοξενοφώντειο Αθηναίων πολιτεία» του 5ου αιώνα, που στιγμάτιζε τη δημοκρατία, ταυτίζοντάς την με την πολλοι-αρχία, τη μονοπωλιακή δηλαδή διαχείριση της διακυβέρνησης από τους πολλούς, που ήταν φτωχοί.

Αλλά γιατί χρειάζονται όλα αυτά; Για δύο τουλάχιστον λόγους επιλέγει ο Ober. Πρώτα, επειδή, αν είναι να επιστρέφουμε στα αρχαιοελληνικά κείμενα προκειμένου να κατανοήσουμε μορφές άσκησης της πολιτικής εξουσίας που έχουν κάποια σημασία για μας σήμερα, πρέπει να παρακολουθούμε τόσο αυτούς που την εισηγήθηκαν και την εφάρμοσαν όσο και τους κριτικούς της. Ύστερα, μια πιο ουσιαστική προσέγγιση της αρχαιοελληνικής δημοκρατίας μας προτείνει δημιουργικούς τρόπους, ώστε να επεκτείνουμε τη δική μας αντίληψη για τη δημοκρατία· κατ’ επέκταση, να την καταστήσουμε περισσότερο ανθεκτική σε προβλήματα που σχετίζονται κυρίως με αθροιστικές και ψηφοθηρικές λογικές.

Και το ζήτημα, συμπληρώνουμε εμείς, ασφαλώς δεν είναι να καταργήσουμε τη βασική αρχή της δημοκρατίας, που είναι η «ποσοτική» αρχή της πλειοψηφίας, όσο στο να διερευνούμε αναδεικνύοντάς τα, μέσα και έξω από το σχολείο, και τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά. Εξάλλου, εξίσου μονοδιάστατη και πολιτικά επικίνδυνη μπορεί να αποδειχθεί η ὀνομάτων ἐπίσκεψις, όταν δεν συνδυάζεται με την "επί-σκεψη" των πραγμάτων.

Σάββατο, Μαρτίου 14, 2009

Graecum est, non legitur


Εμείς μπορεί να πασχίζουμε να κάνουμε τα ελληνικά (πολλοί εννοούν τα αρχαία ελληνικά) διεθνή γλώσσα. Ωστόσο, το Graecum est non legitur ("Ελληνικό είναι, δεν διαβάζεται"), που πιθανώς μας το χρέωσε (στον Sandys, History of classical scholarship, I, 1903, 1967(3) σ. 605 και σημ. 1) ο νομικός "δυτικός" François Accurse (1182-1560), μας συνοδεύει μέχρι σήμερα.

Σύμφωνα με το αγγλικό χαρτόγραμμα, που φιλοξενείται στο Language Log, η Ελληνική είναι η δεύτερη γλώσσα, μετά τα Κινεζικά, που χαρακτηρίζεται από τους ομιλητές άλλων γλωσσών "ακαταλαβίστικη". Όπως φαίνεται από τον επόμενο, μεταφρασμένο και διασκευασμένο, χάρτη, τα Ελληνικά θεωρούνται ακατανόητα από έξι "αντίπαλες" γλώσσες (τα Αγγλικά, τα Νορβηγικά, τα Σουηδικά, τα Περσικά [άκουσον άκουσον] τα Ισπανικά και τα Πορτογαλικά), ενώ ο έλληνας ομιλητής χρεώνει το "ακαταλαβίστικο" στα Κινεζικά και στα Αραβικά -το δεύτερο μάλλον δεν ισχύει. Στον χάρτη έχω προσθέσει, ως ακαταλαβίστικη "γλώσσα-στόχο" των Ελληνικών, και τα "Αλαμπουρνέζικα", σύμφωνα με την επισήμανση του Σαραντάκου.

Τα Κινεζικά "προσβάλλονται" συνολικά από έντεκα γλώσσες, στις οποίες περιλαμβάνονται και τα Ελληνικά, ενώ τα Ισπανικά και τα Πορτογαλικά "επιτίθενται" τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Κινεζικά. Όσο για τους ομιλητές της Κινεζικής, ό,τι δεν καταλαβαίνουν, το φορτώνουν, λέει, στην "ουράνια γραφή" ή "γραφή του ουρανού". Οι Άραβες στα Χίντι.

Πάντως, αν οι σχετικές γλωσσολογικές πληροφορίες είναι αξιόπιστες, θα είχε ενδιαφέρον να υποδειχθούν και οι λόγοι για τους οποίους δύο γλώσσες με "ιστορία" θεωρούνται "ακαταλαβίστικες". Να είναι άραγε μόνο το αίσθημα της γλωσσικής οικειότητας και της ανοικειότητας των ομιλητών που εμπλέκεται στο όλο ζήτημα; Το ερώτημα φυσικά αφορά και στις σχέσεις ελληνικής και κινεζικής.


Τρίτη, Μαρτίου 10, 2009

Ο υπερκλασικισμός στην ελληνική εκπαίδευση



Στον υπερκλασικιστικό προσανατολισμό του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος αναφέρεται η επισκόπηση της σχετικής (αποκλειστικώς ελληνικής και κοινωνιολογίζουσας) βιβλιογραφίας από τη Β. Παπαδοπούλου. "Ο υπερκλασικιστικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης θέτει ζητήματα όχι τόσο σε σχέση με την παραμέληση των θετικών επιστημών(αφού αυτή με μια έννοια αντανακλά ως ανυπαρξία δευτέρου σχολικού δικτύου τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης τον αντιπαραγωγικό, μεταπρατικό χαρακτήρα της ελληνικής αστικής τάξης) όσο σε σχέση με τη χρήση του γλωσσικού οργάνου. Από αυτήν την άποψη είναι σαφές πως υπερκλασικιστικός προσανατολισμός της εκπαίδευσης υπηρετεί την εδραίωση της καθαρεύουσας. [...]

Ένα άλλο χαρακτηριστικό υποπαράδειγμα αυτής της κατεύθυνσης είναι αυτό που τονίζει τη διάσταση της ιδεολογικής χειραγώγησης των μαθητών μέσω της διδασκαλίας των νεκρών γλωσσών. Σύμφωνα με αυτό το παράδειγμα –στο οποίο κατά τη γνώμη μου θα μπορούσαν καταρχάς να υπαχθούν οι Α. Φραγκουδάκη, και Χ. Νούτσος - και στο βαθμό που το σχολείο είναι ένας προνομιακός μηχανισμός εγχάραξης ιδεολογίας στην υπηρεσία του κράτους, η αρχαιογνωσία στην ελληνική εκπαίδευση υπηρέτησε τις ιδεολογικοπολιτικές επιλογές εκείνων των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που είχαν τον έλεγχο του ελληνικού κράτους.

Πιο συγκεκριμένα θα γράψει ο Χ. Νούτσος στη διατριβή του «Προγράμματα Μέσης Εκπαίδευσης και κοινωνικός έλεγχος(1931-1973) - "η προτεραιότητα λοιπόν του παρελθόντος, όπως εκφράζεται στα προγράμματα, δε μπορεί παρά να χρησιμοποιείται για τη δικαίωση του παρόντος. Αυτό σημαίνει πως το παρόν για να ελεγχθεί και, ειδικότερα για να τροποποιηθεί η συμπεριφορά των μαθητών σύμφωνα με ορισμένες αξίες είναι ανάγκη να βρεθεί μια ορισμένη δικαίωση αυτών των αξιών [...] Οι αξίες λοιπόν του παρελθόντος περιβάλλονται με το κύρος όχι μόνο του άφθαστου πρότυπου αλλά κυρίως με τις ιδιότητες της υπερχρονικότητας και της οικουμενικότητας, χάρη στις οποίες δικαιώνεται η αναγκαιότητα μετάδοσης αυτών των αξιών στο παρόν" (Χ. Νούτσος, 1988, 200). Έτσι σύμφωνα με τον μελετητή "... κύρια επιδίωξη των συντακτών του προγράμματος στη δευτεροβάθμια γενική εκπαίδευση της χώρας μας, το χρονικό διάστημα 1931-1973 ήταν η εγχάραξη ενός ιδεολογικοποιημένου παρελθόντος στους μαθητές, ώστε να αποτραπεί κάθε κριτική αντιμετώπιση του κοινωνικού παρόντος και να εξασφαλιστεί ταυτόχρονα η συνοχή αυτού του παρόντος" (όπ.π., σ. 210). Ο ίδιος μελετητής θεωρεί πως η ερμηνευτική προσπάθεια που αποδίδει τη σταθερότητα των οργανωτικών μορφών της σχολικής γνώσης -άρα και της αρχαιογνωσίας- στη μεταφύτευση ξένων προτύπων είναι "εντελώς σχηματική και επιπόλαιη"( όπ.π., σ. 212). Σχηματική και επιπόλαιη στο βαθμό που "παρασιωπά τους ιδιαίτερους κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες που ευνόησαν τόσο τη μεταφύτευση αυτών των προτύπων όσο και τη μακρόχρονη αντοχή αυτού του εκπαιδευτικού συστήματος μέσα σε διαφοροποιημένες κοινωνικές συνθήκες" (όπ.π.). Για τον Νούτσο η μακροβιότητα των οργανωτικών αυτών σχέσεων της σχολικής γνώσης οφείλεται στην αδυναμία της αστικής τάξης "για λόγους κοινωνικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς, να φέρει σε πέρας τις εκπαιδευτικές της μεταρρυθμίσεις, γεγονός που επέτρεψε και ευνόησε τη μακρόχρονη κυριαρχία βασικών αρχών της παραδοσιακής ιδεολογίας" (όπ.π., σ. 301)

Ο Σ. Μπουζάκης από την άλλη μέσα στο πλαίσιο του ίδιο παραδείγματος θα χρησιμοποιήσει ως αναλυτικό εργαλείο τη νεομαρξιστικής προέλευσης διχοτομία ανάμεσα σε μητροπολιτικό κέντρο και εξαρτημένη περιφέρεια και θα αποφανθεί πως "με την άκριτη μεταφύτευση ξένων εκπαιδευτικών προτύπων που φαίνονται δημοκρατικά αλλά δεν έχουν σχέση με την ελληνική εκπαίδευση δεν θεμελιώνεται απλώς ένα εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά η εξάρτηση γενικά της ελληνικής εκπαίδευσης από ξένα εκπαιδευτικά συστήματα" (Σ. Μπουζάκης, 1999, 39) "Στην Οθωνική περίοδο θα διαμορφωθεί, θα εδραιωθεί και θα αποτελέσει μόνιμο συνοδό της νεοελληνικής εκπαίδευσης ο μεταφυτευμένος από τη Βαυαρία κλασικισμός..." ( όπ.π., σ. 41). Η εμμονή όμως στον αρχαιογνωστικό προσανατολισμό σε τελευταία ανάλυση θα ερμηνευθεί από τη "μόνιμη αδυναμία" της μεταπρατικής και εξαρτημένης αστικής τάξης –τουλάχιστον μέχρι το 1976- "να επιβάλλει το αστικό σχολείο" (όπ.π., σ. 69) μέσα από τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις.

Στο πλαίσιο του ίδιου "παραδείγματος" ενδιαφέρον έχει και το σχήμα που προτείνει ο Ν. Μουζέλης στο παλαιότερο βιβλίο του "Νεοελληνική κοινωνία: όψεις υπανάπτυξης". Σύμφωνα με αυτό τόσο ο αρχαιογνωστικός προσανατολισμός της ελληνικής εκπαίδευσης όσο και η εμμονή στην καθαρεύουσα θα θεωρηθούν ως όψεις του ίδιου νομίσματος, δηλ. του φορμαλιστικού χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας τόσο σε πολιτικό όσο και σε πολιτιστικό επίπεδο. Θα θεωρηθούν ως ένα ακόμη παράδειγμα που δείχνει πως λείπει η ενδογενής ανάπτυξη, "αφού όχι μόνο οι πολιτικοί θεσμοί αλλά σχεδόν και οι πιο πολλές από τις κυριότερες ιδεολογικές –πολιτιστικές τάσεις που υπάρχουν στη χώρα έχουν δυτική προέλευση. Αρκεί να θυμηθούμε πως ακόμα και η προσκόλληση του σύγχρονου Έλληνα στο αρχαίο παρελθόν του είναι προϊόν εισαγωγής από το εξωτερικό, προϊόν που αναπτύχθηκε από την Ευρώπη της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού" (Μουζέλης, 1978, 321). Ο πολιτιστικός φορμαλισμός όμως κατά τον ερευνητή είναι δείγμα καπιταλιστικής υπανάπτυξης.

Ο Α. Γκότοβος θα αποδυθεί σε ένα δυσκολότερο εγχείρημα στο βιβλίο του "Παράδοση και γλώσσα στο σχολείο", καθώς θα εξετάσει τη νομιμοποίηση των γλωσσικών μεταρρυθμίσεων στην ελληνική εκπαίδευση και θα εκτείνει την προσπάθεια του μέχρι και το 1987, χρονιά σημαδιακή για την τύχη του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών. Ο Α. Γκότοβος στο βιβλίο του αυτό, αναφερόμενος στην περίοδο που μεσολάβησε από την μεταρρύθμιση του 1976 μέχρι τη συζήτηση για την επαναφορά των αρχαίων Ελληνικών το 1987, θα αποφανθεί σχολιάζοντας το σχετικό διάλογο γύρω από τη γλώσσα: "η διαμαρτυρία που εκδηλώθηκε από το 1976 και μετά εναντίον της σχολικής γλώσσας και της γραμματικής της είναι εκδήλωση μιας αντίστασης εκ μέρους συντηρητικών, φιλελεύθερων και αριστερών διανοούμενων που δεν θέλουν δεν μπορούν να παραδεχθούν ότι η καθαρεύουσα έχει οριστικά απομακρυνθεί από την εκπαίδευση και γενικά από την επίσημη επικοινωνία και μαζί με αυτήν έχει απομακρυνθεί ένας ολόκληρος «κόσμος»- η καθαρευουσιάνικη νοηματοδότηση της πραγματικότητας. Η διαμαρτυρία αυτή ήταν αναμενόμενη, επειδή καμία κοινωνική ομάδα δεν παραιτείται χωρίς διαμαρτυρία από τα προνόμια που της εξασφαλίζει κάποιο καθεστώς" (Α. Γκότοβος, 1991, 151)

Από την άλλη μεριά, ανάμεσα στις ερμηνευτικές απόπειρες μικροσκοπικής κλίμακας και στα συμπαγή ερμηνευτικά "παραδείγματα" υπάρχει μια άλλη κατηγορία, ό,τι αποκαλώ ερμηνευτικά σχήματα... Πρόκειται για ερμηνείες που συγκροτούνται στη βάση επίκαιρων κάθε φορά τάσεων στις κοινωνικές επιστήμες (Ιστοριογραφία, Παιδαγωγική, Κοινωνιολογία) και εξειδικεύονται για να εξηγήσουν καταστάσεις και φαινόμενα του εκπαιδευτικού συστήματος. Τα ερμηνευτικά αυτά σχήματα απορρέουν και αυτά από ένα θεωρητικό πλαίσιο, παραπέμποντας σε μια υπερκείμενη θεωρία ή σε ένα υπερκείμενο θεωρητικό σχήμα. Διαφοροποιούνται από ό,τι ονόμασα ερμηνευτικά "παραδείγματα", καθώς οι υπερκείμενες θεωρητικές τους παραδοχές δεν εμφανίζονται με την απαίτηση να ερμηνεύσουν συνολικά την κοινωνική πραγματικότητα, αφού αναφέρονται σε επιμέρους φαινόμενα και είναι συνήθως εντοπισμένες στην ελληνική πραγματικότητα. Διαφοροποιούνται και σε ένα άλλο σημείο, καθώς μπορούν να χρησιμοποιούν αναλυτικά και θεωρητικά εργαλεία όχι αναγκαστικά από ένα υπερκείμενο θεωρητικό παράδειγμα [...]

Στο πλαίσιο αυτών των ερμηνευτικών σχημάτων ο Ν. Τερζής αρχικά στη διατριβή του "Το κίνημα της εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα μεταξύ παράδοσης και εκσυγχρονισμού (1902-1920)" θα θεωρήσει τον αρχαϊσμό γενικότερα ως την κυρίαρχη ιδεολογία της πολιτιστικής ζωής στον 19ο αιώνα. Ο αρχαϊσμός σύμφωνα με τον ερευνητή ως ένα κίνημα επιστροφής στις ρίζες και στην παράδοση σηματοδοτεί μια κοινωνία σε κρίση νοήματος. Σε κρίση νοήματος βρίσκονται συνήθως οι κοινωνίες σε μεταβατικές φάσεις και σε μια τέτοια μεταβατική φάση βρίσκεται η ελληνική κοινωνία κατά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Σε μεταγενέστερη εργασία του ο ίδιος ερευνητής θα συσχετίσει την τον αρχαιογνωστικό προσανατολισμό στην ελληνική εκπαίδευση με την επικράτηση του παραδοσιακού ρεύματος στην ελληνική κοινωνία και θα ισχυρισθεί πως ο προσανατολισμός αυτός μπορεί να κατανοηθεί μόνο ως ένα μέσο προς ένα σκοπό. Θα θεωρήσει, δηλ., πως μέσω του γλωσσικού τύπου της καθαρεύουσας και της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών το νεοελληνικό κράτος επιχείρησε να κοινωνικοποιήσει τους μαθητές, μεταδίδοντας αξίες και ερμηνευτικά πρότυπα που να επιδιώκουν και να υποστηρίζουν την αναβίωση ενός "λαμπρού παρελθόντος" (Τερζής, 1990).

Στην ίδια περίπου κατεύθυνση θα κινηθεί ο Δ. Χαραλάμπους με τη διατριβή του "Εκπαιδευτική πολιτική και εκπαιδευτική μεταρρρύθμιση (1950-1974)". Έχοντας ως βασικό αναλυτικό εργαλείο ένα τριμερές σχήμα που προβλέπει το φιλελεύθερο, το συντηρητικό και το αριστερό εκπαιδευτικό ρεύμα κατ’ αναλογία προς τη διάρθρωση του πολιτικού χώρου θα θεωρήσει πως ο αρχαιογνωστικός προσανατολισμός της εκπαίδευσης για την περίοδο από το 1950-1974 ερμηνεύεται με την αναγωγή του ανθρωπιστικού ιδεώδους στο ελληνοχριστιανικό και την περιχαράκωση γύρω από αυτό των κυρίαρχων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που ελέγχουν το σχολικό μηχανισμό. Για την περίοδο που εξετάζει ο ερευνητής είναι χαρακτηριστικό όπως γράφει πως "το συντηρητικό εκπαιδευτικό ρεύμα έχοντας βιώσει τις νέες εμπειρίες του ελλαδικού χώρου (ανάπτυξη αριστεράς, εμφύλιος) θα περιχαρακωθεί στο ιδεώδες του ελληνοχριστιανισμού με βασικό άξονα την επιστροφή στο παρελθόν και την επαναφορά αξιών αιώνιων" (Χαραλάμπους, 1990, 52-53).

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 27, 2009

Μετασχηματίζοντας (;) τις κλασικές σπουδές




Το νέο τεύχος του περιοδικού Digital Humanities Quarterly (dhq), αφιερωμένο στη μνήμη του Ross Scaife (1960-2008), εξαντλείται σε ζητήματα συμβίωσης των κλασικών σπουδών με τις τεχνολογίες πληροφορίας και επικοινωνίας. Τα φιλοξενούμενα κείμενα (13 + 1 εισαγωγή) είναι ανακοινώσεις που ακούστηκαν σε συνέδριο που έγινε στο πανεπιστήμιο του Kentucky το 2007, με τίτλο Changing the Center of Gravity: Transforming Classical Studies Through Cyberinfrastructure.

Στήν πρώτη εισήγηση, με τίτλο Cyberinfrastructure for Classical Philology, οι Gregory Crane [Tufts University], Brent Seales [University of Kentucky], & Melissa Terras [University College London] επισκοπούν αντιπροσωπευτικά ηλεκτρονικά προγράμματα από τον χώρο της κλασικής φιλολογίας, επισημαίνοντας ότι οι "απλοϊκές" ηλεκτρονικές μέθοδοι που εφαρμόστηκαν μέχρι σήμερα στα προγράμματα της λεγόμενης πρώτης γενιάς (TLG, κλπ), δεν έλυσαν τα προβλήματα του εντυπογραφικού πολιτισμού. Κατά τους ερευνητές μια νέα διανοητική πρακτική και κυβερνοϋποδομή (cyberinfrastructure) απαιτείται, ώστε οι αναδυόμενοι όροι της ηλεκτρονικής αρχαιογνωσίας (eWissenschaft) και των ψηφιακών κλασικών σπουδών (eClassics) να αποδείξουν τον μετασχηματιστικό τους ρόλο στην αρχαιογνωστική έρευνα και μάθηση.

Στη δεύτερη εισήγηση Technology, Collaboration, and Undergraduate Research οι Christopher Blackwell [Furman University], & Thomas R. Martin [College of the Holy Cross] παρουσιάζουν την προσπάθειά τους να ενσωματώσουν στην επαγγελματική τους δραστηριότητα μοντέλα έρευνας όσον αφορά τη συνεργασία, την ανοιχτή φιλολογία, και την εκμετάλλευση των δυνατοτήτων της ψηφιακής τεχνολογίας στα κείμενα των ανθρωπιστικών επιστημών.

Στην τρίτη εισήγηση Tachypaedia Byzantina: The Suda On Line as Collaborative Encyclopedia η Anne Mahoney [Tufts University] συστήνει τη βυζαντινή, αρχαιογνωστική εγκυκλοπαίδεια του 10ου αι. μ.Χ. Suda on Line (SOL).

Στην τέταρτη εισήγηση Exploring Historical RDF with Heml ο Bruce Robertson [Mount Allison University] παρουσιάζει ένα νέο υπό εξέλιξη πρόγραμμα (το Historical Event Markup and Linking Project, Heml), με το οποίο, διάσπαρτο στο διαδίκτυο, ιστορικό υλικό θα μπορούσε κωδικοποιημένο να ομογενοποιηθεί και να οπτικοποιηθεί.

Στην πέμπτη εισήγηση Digitizing Latin Incunabula: Challenges, Methods, and Possibilities ο Jeffrey A. Rydberg-Cox [University of Missouri-Kansas City] δίνει τα πρώτα αποτελέσματα ενός προγράμματος (Preservation and Access Research and Development Program) με το οποίο αντιμετωπίζονται προβλήματα μετατροπής παλαιών λατινικών κειμένων, πριν από το 1500, σε ψηφιακή μορφή.

Στην έκτη εισήγηση Citation in Classical Studies ο Neel Smith [College of the Holy Cross] εξηγεί την κατασκευή ενός νέου ηλεκτρονικού μοντέλου σημείωσης [notation] (Canonical Text Services URN) με βάση το οποίο θα μπορούσε να είναι διαχειρίσιμη και αναγνώσιμη από τη μηχανή η παραδοσιακή πρακτική παραπομπών που εφαρμόζεται στα κλασικά κείμενα.

Στην έβδομη εισήγηση Digital Criticism: Editorial Standards for the Homer Multitext η Casey Dué [University of Houston, Texas] & η Mary Ebbott [College of the Holy Cross] εξηγούν τα στάδια κατασκευής μιας ψηφιακής έκδοσης που αναπαριστάνει, με τη μεγαλύτερη κατά το δυνατόν ακρίβεια, την πολυμορφική κειμενική παράδοση των ομηρικών επών. Η έκδοση αυτή, που εκπονείται ήδη στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του πανεπιστημίου Harvard, προσφέρει μια βαθύτερη κατανόηση της προφορικής εκτέλεσης (performance) στην οποία στηρίχθηκε η σύνθεση των ομηρικών επών.

Στην όγδοη εισήγηση Epigraphy in 2017 των Hugh Cayless [University of North Carolina], Charlotte Roueché [King's College London], Tom Elliott [New York University], & Gabriel Bodard [King's College London] επισημαίνεται και δικαιολογείται το μέχρι σήμερα σχετικώς ελλειμματικό status των ηλεκτρονικών εφαρμογών από τον κλάδο της επιγραφικής.

Στην ένατη εισήγηση Digital Geography and Classics οι Tom Elliott [New York University] & Sean Gillies [New York University] παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά του υπό εξέλιξη χαρτογραφικού τους προγράμματος Pleiades Project, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα σε ερευνητές, σπουδαστές και γενικότερα στο ενδιαφερόμενο κοινό να χρησιμοποιούν, να δημιουργούν και να μοιράζονται γεωγραφικές πληροφορίες σε ψηφιακή μορφή για τον ελληνορωμαϊκό κόσμο.

Στη δέκατη εισήγηση What Your Teacher Told You is True: Latin Verbs Have Four Principal Parts οι Raphael Finkel [University of Kentucky] & Gregory Stump [University of Kentucky] περιγράφουν δύο διαφορετικές στρατηγικές με βάση τις οποίες μπορεί να παραχθεί ηλεκτρονικά το μορφολογικό σύστημα της Λατινικής.

Στην ενδέκατη εισήγηση Computational Linguistics and Classical Lexicography οι Gregory Crane [Tufts University] & David Bamman [Tufts University] υποδεικνύουν πώς στο μέλλον θα πρέπει να διερευνηθεί ο ρόλος των αυτοματικών μεθόδων στην περιοχή της ηλεκτρονικής λεξικογραφίας (των ηλεκτρονικών λεξικών κυρίως για τα κλασικά κείμενα) με βάση τις τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται ήδη στην υπολογιστική γλωσσολογία και γενικότερα στην υπολογιστική επιστήμη.

Στη δωδέκατη εισήγηση Classics in the Million Book Library οι Gregory Crane et al., παρουσιάζουν το "απογράφημα" (το γραφόμενο ως apographeme μάλλον δεν έχει νόημα) - πρόγραμμα το οποίο θα μπορούσε να αναπαραστήσει όλες τις εκδοχές ενός γραπτού κειμένου της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας.

Τέλος, στη δέκατη τρίτη εισήγηση Conclusion: Cyberinfrastructure, the Scaife Digital Library and Classics in a Digital Age oι Christopher Blackwell [Furman University] & Gregory Crane [Tufts University] απολογίζουν τα δεδομένα των προηγούμενων εισηγήσεων και καταθέτουν τις απόψεις τους όσον αφορά τις αρχές με βάση τις οποίες στο μέλλον θα μπορούσαν τα ηλεκτρονικά ερευνητικά προγράμματα από τον χώρο των κλασικών σπουδών, αξιοποιώντας τα ψηφιακά μέσα, να δώσουν το διακεκριμένο στίγμα της ηλεκτρονικής αρχαιογνωσίας.

Το τεύχος παρουσιάζει ενδιαφέρον, τουλάχιστον για τους επόμενους λόγους:
1. Είναι η πρώτη ίσως φορά που καλύπτονται, συγκεντρωμένα σε μια ηλεκτρονική έκδοση και με κάποια συστηματικότητα, θέματα και ζητούμενα από όμορες περιοχές της ηλεκτρονικής αρχαιογνωσίας.
2. Οι εισηγητές επιχειρούν συχνά να κατοχυρώσουν τη σημασία των ηλεκτρονικών εφαρμογών τους, επικαλούμενοι χωρία από τα κλασικά κείμενα. Οι γέφυρες πάντως που δημιουργούνται δεν είναι παντού και τόσο εύστοχες και ευσταθείς.
3. Στις εισηγήσεις διάχυτη είναι η "εκτεχνολογημένη μελλοντολογία": τα υπάρχοντα προβλήματα των κλασικών σπουδών θα ξεπεραστούν με την προοδευτική βελτίωση/ανάπτυξη της υπολογιστικής τεχνολογίας. Σημαδιακό αποδεικνύεται το έτος 2017.
4. Δεσπόζει και στο τεύχος αυτό το έργο του εκδότη του "Περσέα" Gregory Crane και των συνεργατών του. Ο άνθρωπος έχει πάντοτε κάτι ενδιαφέρον να πει, ακόμη και για να διαφωνήσεις μαζί του. Τουλάχιστον γι' αυτόν τον λόγο του είμαστε ευγνώμονες για τη μέχρι σήμερα, έντυπη και ηλεκτρονική, προσφορά του στην κλασική φιλολογία.
5. Τα κείμενα του τεύχους προσφέρονται για σύγκριση με τα λεγόμενα και τα πραττόμενα στον τόπο μας όσον αφορά τα κλασικά γράμματα και τα εγχώριες, σχετικές υπολογιστικές εφαρμογές στον εκπαιδευτικό και τον ακαδημαϊκό χώρο.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 17, 2009

"Συζητώντας και πάλι για την παιδεία"



Το Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών διοργανώνει ημερίδα προς τιμή του Αλέξη Δημαρά, με τίτλο "Συζητώντας και πάλι για την παιδεία". Η ημερίδα θα πραγματοποιηθεί στις 18 Φεβρουαρίου, 17.00, στο Κεντρικό Κτίριο Πανεπιστημίου Αθηνών, Αμφιθέατρο Ιωάννη Δρακόπουλου, Πανεπιστημίου 30, Αθήνα.

Πρόγραμμα

Έναρξη: 17.00
Χαιρετισμοί: Καθηγητής Ιωάννης Καράκωστας (Αντιπρύτανης Φοιτητικής Μέριμνας, Πολιτισμού και Διεθνών Σχέσεων), Άντα Διάλλα (Δρ Ιστορίας, Διευθύντρια Ιστορικού Αρχείου -Πανεπιστήμιο Αθηνών).

Α' Συνεδρία: 17.15 - 19.00
Πρόεδρος: Άντα Διάλλα
Ο Αλέξης Δημαράς, το Σύνταγμα και οι νομικοί. Νίκος Αλιβιζάτος, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου (Πανεπιστήμιο Αθηνών)
Ο ορατός και αόρατος ρατσισμός: ανατομία της κυρίαρχης εθνικής αυτοεικόνας. Άννα Φραγκουδάκη, Ομότιμη Καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης (Πανεπιστήμιο Αθηνών)
Ο Αλέξης Δημαράς και η γενική εκπαίδευση. Δημήτρης Μαρωνίτης, Ομότιμος Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης)

Συζήτηση


Β' Συνεδρία: 19.15- 21.00
Πρόεδρος Νίκη Μαρωνίτη
Στρογγυλό Τραπέζι: Από την Μέση στην Ανώτατη εκπαίδευση: η συγκυρία και οι προτεραιότητες.
Συζητούν οι:
Έφη Αβδελά, Καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας (Πανεπιστήμιο Κρήτης),
Κώστας Γαβρόγλου, Καθηγητής Ιστορίας των Επιστημών (Πανεπιστήμιο Αθηνών),
Αλέξης Δημαράς, Ιστορικός της Εκπαίδευσης,
Σωκράτης Κουγέας, Φιλόλογος-Εκπαιδευτικός (Κολλέγιο Αθηνών),
Αντώνης Λιάκος, Καθηγητής της Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας (Πανεπιστήμιο Αθηνών).

* Ακολουθεί δεξίωση.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 14, 2009

Ο Επιτάφιος του Περικλή στην εκπαίδευση



Είναι γνωστό ότι εδώ και αρκετόν καιρό ο "Επιτάφιος του Περικλή" από εξεταστικό αντικείμενο στη θεωρητική κατεύθυνση της Γ Λυκείου εξαπλώθηκε σε υποχρεωτικό μάθημα γενικής παιδείας για όλους τους τελειόφοιτους μαθητές ανεξαρτήτως κατευθύνσεων. Με βάση τουλάχιστον τα τότε σχετικά δημοσιεύματα η αλλαγή αυτή εκπλήρωνε "χρόνιο αίτημα των φιλολόγων". Το πώς συλλαμβάνονται και προωθούνται, κατά καιρούς, τα "χρόνια αιτήματα" των φιλολόγων (κυρίως για το μάθημα των Αρχαίων) είναι ένα ανοιχτό ζήτημα, το οποίο θα συζητηθεί προσεχώς με άλλη αφορμή. Εκείνο που έχει ωστόσο εδώ ιδιαίτερη σημασία είναι ότι στην πράξη η διδασκαλία του Επιτάφιου δεν φαίνεται να "περπατάει". Εγκλωβίστηκε, λέγεται και γράφεται, και αυτό το μάθημα στα βαθμοθηρικά και εξεταστικοκεντρικά ήθη που ισχύουν στη Γ Λυκείου, με βάση τα οποία τα μαθήματα γενικής παιδείας βρίσκονται στο περιθώριο του ενδιαφέροντος των μαθητών, οι οποίοι "καίγονται" μόνο για τα μαθήματα των πανελλαδικώς εξεταζομένων μαθημάτων.

Στην πραγματικότητα το επαπειλούμενο -αν δεν έχει κιόλας συντελεστεί- "θάψιμο" της διδασκαλίας του Επιταφίου στο Λύκειο είχε από την αρχή εξαγγελθεί. Δεν ήταν μόνο η ασάφεια με την οποία διατυπώνονταν οι εισηγητικές προτάσεις για τη σκοποθεσία του μαθήματος (λ.χ. "απαραίτητη είναι η εισαγωγή του Επιταφίου του Περικλή ως μαθήματος Γενικής Παιδείας στη Γ' τάξη του Ενιαίου Λυκείου, έτσι ώστε όλοι οι μαθητές να γνωρίσουν τα υψηλά διδάγματα δημοκρατικού φρονήματος και ενεργητικής συμμετοχής στη δημόσια ζωή, που προσφέρει ο λόγος του Θουκυδίδη, ιδανικό και αναγκαίο συστατικό στοιχείο της γενικότερης μόρφωσης και της κοινωνικής και πολιτικής αγωγής των νέων ανθρώπων"), αλλά και η παιδαγωγική ψευδαίσθηση ότι, με την τροποποίηση της μορφής των υπαρχόντων εγχειριδίων, ένα μάθημα μπορεί από ειδικό, για λίγους καταρτισμένους στα αρχαία, να εφαρμοστεί ως γενικό, για όλους ανεξαιρέτως τους τελειόφοιτους μαθητές.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, μέχρι στιγμής, δεν έχει υπάρξει καμιά σχετική οδηγία, κανένας γενικότερος προβληματισμός προς και από τους δασκάλους για τη διαφορά ανάμεσα στο τί και πώς ακριβώς "διδάσκω τα αρχαία ως γενικό μάθημα" και στο τί και πώς "διδάσκω τα αρχαία ως μάθημα κατεύθυνσης". Στην προκειμένη περίπτωση, στη διαφορά εμπλέκονται δύο μόνο εκπαιδευτικές πράξεις: της αφαίρεσης (λιγότερα ερμηνευτικά σχόλια) και της πρόσθεσης (περισσότερη νεοελληνική μετάφραση). Τίποτε άλλο. Αρκεί που ο Επιτάφιος εδραιώθηκε ως σημαία ευκαιρίας και αντίβαρο στα αντίπαλα "θετικά" μαθήματα γενικής παιδείας της Γ Λυκείου. Με βάση την απλουστευτική και ευκαιριακή αυτή λογική, όπως στο παρελθόν έτσι και τώρα, ένα μερίδιο της αρχαιογνωσίας/αρχαιογλωσσίας εισάγεται με στομφώδη λόγια ως γνωστικό αντικείμενο, για να αυτοαναιρεθεί ωστόσο με την απουσία εμπράγματος ενδιαφέροντος για την αποτελεσματική διδασκαλία του.

Το 1999, η Αριάδνη Γκάρτζιου, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, επισκοπώντας συστηματικά την κυκλοφορία του Επιταφίου στην εκπαιδευτική και πνευματική ιστορία του νεότερου ελληνισμού, προέβαινε, μεταξύ άλλων, στις εξής δύο, απαισιόδοξες μάλλον, διαπιστώσεις: "μόνον το ένα τέταρτο των μαθητών (ενν. αυτοί της τότε Γ Δέσμης) έχει κάποια επαφή με το απόσταγμα των πολιτικών ιδεών της Αθήνας του 5ου αι. π.Χ. Η δεύτερη έρχεται ως άμεσο αποτέλεσμα της πρώτης. Τα βιβλία που κυκλοφορούν δεν αποτελούν παρά βοηθήματα μιας άγονης και στείρας εξεταστικής διαδικασίας." ("Ο Επιτάφιος του Περικλή στη μετεπαναστατική Ελλάδα: ιδεολογικές συνιστώσες", Δωδώνη, φιλολογία 28 [1999] σ. 225 [από σσ. 209-228]). Σήμερα, οι συνθήκες για τη συντήρηση της πρώτης διαπίστωσης έχουν εκλείψει. Πόσο όμως αναιρέθηκαν και οι όροι για την εξάλειψη της δεύτερης διαπίστωσης -"άμεσο αποτέλεσμα της πρώτης"; Και δεν είναι μόνο τα βιβλία, αλλά η ανυπαρξία συγκεκριμένων σκοπών, ανανεωτικών μεθόδων, ερεθιστικών και ευέλικτων στρατηγικών διδασκαλίας, ώστε το μάθημα να μπορέσει να αναμετρηθεί με την κρίση που διέρχονται οι ανθρωπιστικές σπουδές στην εκπαίδευση, απαντώντας ταυτόχρονα στην προοδευτική, κοινωνική τους απαξίωση γενικότερα.

Στην κατατοπιστική της μελέτη η Αριάδνη Γκάρτζιου, κλείνοντας το ταξίδι της στη συνάντηση των νεωτέρων με τον Επιτάφιο, διαπιστώνει (σ. 227) ότι "το περιεχόμενο του λόγου, αυτό καθαυτό, ελάχιστα απασχόλησε τη νεώτερη ελληνική σκέψη...Και αν το σήμερα είναι κιόλας χτες, αποτελεί ίσως ευκαιρία να αναλογιστούμε για την τύχη του κειμένου αυτού στο κατώφλι του 21ου αιώνα...". Αντί λοιπόν να παραμορφώνουμε τα ουσιαστικά ζητήματα της διδασκαλίας του Επιταφίου και, γενικότερα, των Αρχαίων στην εκπαίδευση, ζητώντας ως επαγγελματίες εργαζόμενοι πρόσθετες ώρες διδασκαλίας, ας ενδιαφερθούμε πώς δεν θα ρίξουμε την ταφόπλακα στα όσα ήδη διδάσκουμε.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 29, 2009

Veni,vidi, vici


Δεν είναι όλα τα τρισδιάστατα κινούμενα σχέδια για πέταμα. Μερικά, έστω ως ημιτελή δείγματα για το πώς μπορεί να εξελιχθεί η παιγνιώδης μάθηση, διακρίνονται για την πρωτοτυπία, τον άψογο σχεδιασμό τους και το ευφυές story. Παράδειγμα η δουλειά των φοιτητών Will Burdett & David Bryan από το πανεπιστήμιο του Hertfordshire.

.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 26, 2009

Παίζοντας, μαθαίνοντας με τους κλασικούς



H. Daumier (1808-1879) "Η αρπαγή της Ελένης"


Στη συζήτηση για το πώς μπορούν να επιβιώσουν τα κλασικά γράμματα και ο πολιτισμός τους αναφέρεται συχνά πώς θα πρέπει η διδασκαλία τους να γίνεται με «ελκυστικό», με «ευχάριστο», με «παιγνιώδη» τελικά τρόπο. Το «μαθαίνοντας παίζοντας» έχει γνωρίσει μέχρι σήμερα πολλές δοκιμαστικές εφαρμογές στον χώρο της εκπαιδευτικής αρχαιογνωσίας, αν και τα οποιαδήποτε αποτελέσματα είναι μάλλον αδιάγνωστα. Στην αύρα, ή τον αέρα, της διδασκαλίας των αρχαίων με παιγνιώδη παραδοσιακά μέσα -κόμικς, σταυρόλεξα, «αντίστροφα» (στα αρχαία ελληνικά ή τα λατινικά) επικαιρικά κείμενα, κλπ.-, έρχονται να προστεθούν τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και εικονικοί κόσμοι. Το συνέδριο «Ελληνικά και Ρωμαϊκά Παίγνια στην Εποχή των Υπολογιστών», οργανωμένο από το Τμήμα Ιστορίας και Κλασικών Σπουδών του Norwegian University, θα δοκιμάσει να δείξει πώς οι games studies και οι κλασικοί δεν είναι μόνο μόδα. Ομιλητές, μεταξύ άλλων, η Barbara McManus , δημιουργός του VRoma, και ο Andrew Reinhard. Το πρόγραμμα του συνεδρίου προσφέρεται εδώ
.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 14, 2009

Το κλασικό, το μάτι, η φωνή και η ακοή




Στη συζήτηση για την αξιοποίηση των υπολογιστών στη διδασκαλία των κλασικών κειμένων κυριαρχεί ο λόγος για την εικόνα, ενώ πολύ λίγα πράγματα έχουν προταθεί για τη χρήση της φωνής και της ακοής. Η τρέχουσα διδακτική πρακτική, όταν δεν εγκλωβίζεται στα αδιέξοδα "των θεωριών της μεγάλης διαίρεσης", αγνοεί ότι σε ικανό μέρος των έργων της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας η σύνθεση, η εκτέλεση, η μετάδοση και η πρόσληψή τους, ήταν προφορική. Η προφορική διάσταση των κλασικών έργων όχι μόνο δεν αντιμάχονταν τα χαρακτηριστικά της ὄψεως, αλλά τα προϋπέθετε κιόλας. Στον Σιμωνίδη τον Κείο (556-448 π.Χ.) αποδίδεται εξάλλου το απόφθεγμα "ὁ λόγος τῶν πραγμάτων εἰκών ἐστίν". Τη χαμένη και λησμονημένη τιμή της φωνής και της ακοής στη διδασκαλία των κλασικών κειμένων (κυρίως των λατινικών), αξιοποιώντας την τεχνολογία podcast, δοκίμασε να αποκαταστήσει πρόσφατα μια ομάδα δασκάλων στην ετήσια συνάντηση του αμερικανικού συνδέσμου για τις φιλολογικές σπουδές (APA). Λόγια και γράμματα εδώ
.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 30, 2008

Αρχαία ελληνική γλώσσα: από τα θρανία στις οθόνες



1) Η σκηνή προέρχεται από την κινηματογραφική ταινία Amarcord του Φελίνι (1973). Ο τίτλος Amarcord αποδίδει φωνητικά τη φράση "mi ricordo", που στο ρομανικό ιδίωμα σημαίνει "θυμάμαι". Το έργο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτοβιογραφικό (χωρίς ωστόσο κεντρικούς πρωταγωνιστές και πλοκή), με κέντρο αναφοράς την παιδική και εφηβική ηλικία του Φελίνι στη γενέθλια πόλη του, το Ρίμινι της Ιταλίας, κατά τη δεκαετία του 1930, οπότε ο φασισμός βρίσκεται στην πλήρη κορύφωσή του.

Στη φαντασιακή, λίγο πολύ, αυτή αναδρομή προβάλλονται, μεταξύ άλλων, δρώμενα από τη σχολική ζωή, όπου τα μαθήματα (εδώ τα αρχαία ελληνικά) διεξάγονται με τον πλέον φαιδρό τρόπο: ο δάσκαλος προσπαθεί μάταια να μάθει τον μικρό Οvo να προφέρει τον τύπο ἐμάρψαμεν στο επόμενο απόσπασμα του Αρχιλόχου (61 D.), όπου προσβάλλεται η καπηλεία του ηρωισμού:

ἑπτὰ γὰρ νεκρῶν πεσόντων, οὓς ἐμάρψαμεν ποσίν,
χείλιοι φονῆές εἰμεν


(«εφτά οι νεκροί· σαν τους ποδοπατήσαμε,
είμαστε χίλιοι οι φονιάδες τους», μτφρ. Γ. Δάλλας).

O Φελίνι χρησιμοποιεί συχνά διαλεκτικές εκφράσεις, λεξιπαίγνια και κλινόμενες λέξεις, προκειμένου να τονίσει το παράλογο των καταστάσεων στο Amarcord. Ωστόσο, η "παρωδιακή" χρήση τους δεν έχει τίποτε το περιφρονητικό προς τα ιδιώματα, όπως αυτό των Romanogli. Αντίθετα, συμφωνούν με τη φυσιογνωμία του έργου, που επιμένει στις γελοιογραφικές όψεις της Ιταλίας της εποχής (C. Gaudeuzi.2002. Memory, Dialect, Politics. Linguistic Strategies in Fellini's Amarcord, σ. 161-162. Στο F. Burke, & M. Waller [επιμ.], F. Fellini. Conteporary Perspectives. Univ. Toronto Press). Εξάλλου, σ' ένα πρώιμο αυτοβιογραφικό του δοκίμιο ("My Rimini") ο σκηνοθέτης διηγείται πώς η δραματοποίηση του ηρωϊκού μεγαλείου της Ιλιάδας συνοδευόταν από ανατροπές και διαψεύσεις.


2) Στο επόμενο στιγμιότυπο από την ελληνική ταινία "Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο", του Αλέκου Σακελλάριου (1959), το "θύμα" της διδασκαλίας είναι η Όμηρος ("ο μεγάλος αυτός ποιητής της αρχαιότητος"). Ο αρχάριος δάσκαλος των αρχαίων ελληνικών, μόλις που έχει μπορέσει να επιβάλει κάποια σχετική ησυχία στη "θηλυκή" αυτή ζούγκλα του μαυροπίνακα, την οποία ωστόσο διαδέχεται αμέσως το προσωπικό δούλεμα και η διακωμώδηση του μαθήματος. Οι μαθήτριες "βρίσκονται" στην πρώτη ραψωδία της ομηρικής Οδύσσειας (α 123-124), που χαρακτηρίζεται, λόγω προφανώς του τεμαχισμού της ύλης στα σχολικά εγχειρίδια της εποχής, γενικά και αόριστα ως "κεφάλαιο":

"Χαῖρε, ξεῖνε, παρ' ἄμμι φιλήσεαι. αὐτὰρ ἔπειτα
δείπνου πασσάμενος μυθήσεαι ὅττεο σε χρή".
.

("Ξένε μου, καλωσόρισες, έλα να σε φιλέψουμε κι αφού το δείπνο μας
χορτάσεις, τότε μας λές τον λόγο της επίσκεψής σου", μτφρ. Δ. Ν. Μαρωνίτης).

Πρόκειται για την υποδοχή της μεταμορφωμένης σε Μέντη Αθηνάς από τον νεαρό Τηλέμαχο. Η επιλογή του χωρίου (που συμπληρώνεται από τον δάσκαλο με τον στίχο α 125 =Ὤς εἰπὼν ἡγεῖθ', ἡ δ' ἕσπετο Παλλὰς Ἀθήνη) είναι εύστοχη ανατροπή, στον βαθμό που και ο δάσκαλος έρχεται, όπως η Αθηνά Παλλάδα, λίγο πολύ ως "ξένος, για πρώτη φορά στην τάξη, και γίνεται, όπως γίνεται δεκτός, από τις μαθήτριες. Κατά τα άλλα, εξέχουν ο χλευασμός της διαχρονικής γλωσσικής συνέχειας ("έτσι μιλάνε και στο σπίτι της") και της διασημότητας του ποιητή ("ποιον Όμηρο;"), η υπονόμευση του μόχθου της αποστήθισης του πρωτοτύπου, το "σπουδογέλοιον" ύφος του δασκάλου, που ξέρει απέξω κι ανακατωτά το πρωτότυπο, και η αποψίλωση του "Παλλάς" (α 125) από επιθετικό προσδιορισμό της θεάς σε κινηματοθέατρο.




3) Στα "χτυποκάρδια στο θρανίο", του Αλέκου Σακελλάριου (1963), οι μαθήτριες έχουν "προχωρήσει" στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών. Βρίσκονται τώρα στο "εδάφιο" της ομηρικής Οδύσσειας, όπου η μεταμορφωμένη Αθηνά ξυπνά τη Ναυσικά και, "κατηγορώντας" την ότι αδιαφορεί για την "αποκατάστασή" της, την προτρέπει να πάει να πλύνει τα προικιά της στην παραποτάμια όχθη της Σχερίας. Εκεί, ως γνωστόν, θα συναντήσει τον παρ' ολίγον γαμπρό της Οδυσσέα. Το κρίσιμο απόσπασμα, με το οποίο αρχίζει και τελειώνει η κωμική σκηνή είναι το ζ 25-27α:

"Ναυσικάα, τί νύ σ' ὦδε μεθήμονα γείνατο μήτηρ;
εἵματα μέν τοι κεῖται ἀκηδέα σιγαλόεντα,
σοὶ δὲ γάμος σχεδόν ἐστιν...


("Ω Ναυσικά, γιατί τόσο νωθρή να σε γεννήσει η μάνα σου;
Αφρόντιστα σου μένουν τα λαμπρά σου ρούχα,
κι όμως ο γάμος πια σου γνέφει"..., μτφρ. Δ.Ν.Μ.)

Αρκετά από τα κωμικά στοιχεία στο έργο αυτό έρχονται από το προηγούμενο στιγμιότυπο. Και εδώ επίσης το θέμα του επικείμενου ομηρικού "γάμου" δένει με τον συντελεσμένο στο έργο ανάμεσα στην καθυστερημένη μαθήτρια και τον (απόντα από τη σκηνή) καθηγητή ιατρικής. Ωστόσο, το "διακύβευμα" τώρα είναι η μετάφραση, καθώς, δίχως την υποστήριξή της, μόνο ένα "Ναυσικάα..." μπορεί να προφερθεί.


Πέμπτη, Δεκεμβρίου 25, 2008

"Οι άνθρωποι, εργαλεία των εργαλείων τους"


Τις πιο φανατικές επικρίσεις για τη χρήση του powerpoint έχει διατυπώσει ο Edward Tufte (ομότιμος καθηγητής στο Yale, όπου δίδαξε στατιστική και σχεδιασμό πληροφοριακών συστημάτων και διεπιφανειών χρήσης). Ο Tufte αποδίδει στην (κατα-)χρηστική λειτουργία του powerpoint, εκτός από γνωστικές βλάβες, πολιτικές διαστάσεις. Αναγνωρίζοντας ότι ο "ζαχαρώδης χυλός" (phluff) με τα ποικιλόχρωμα bullets, τα ετερο-ομοιόμορφα templates και τα clips art εστιάζει στην παρουσίαση παρά στο περιεχόμενο, ο αποκληθείς Leornando Da Vinci των data αμερικανός καθηγητής (στο έργο του The Cognitive Style of PowerPoint) παρατηρεί ότι το μαξιμαλιστικό ύφος του εν λόγω λογισμικού εγκαθιστά ολοκληρωτικού τύπου σχέσεις ανάμεσα στον ομιλητή και το ακροατήριό του, όπως τις γνώρισε στο παρελθόν η ανθρωπότητα στα ρωμαϊκά αμφιθέατρα, τις παρελάσεις των Ναζί και τις σταλινικές συγκεντρώσεις.

Η ιστορία είναι αποκαλυπτική, συνεχίζει ο Tufte, επειδή, πίσω από τη μεταφορά του γνωστικού στυλ του powerpoint, βρίσκεται η ίδια η εταιρεία λογισμικού. Δηλαδή μια μεγάλη γραφειοκρατία, με έργο της τον υπολογιστικό προγραμματισμό (βαθειά ιεραρχική και αυστηρά δομημένη) και την αγορά (βασισμένη στην ταχύτητα, την παραπλάνηση, την εντολή και όχι την ανάλυση, τη σκέψη με σλόγκαν και την αγοραία ηθική). Το να περιγράφεις έναν οίκο λογισμικού είναι σαν να περιγράφεις το γνωστικό στυλ του powerpoint. Στο αγοραίο και συνάμα αυταρχικό αυτό πλαίσιο, ο ομιλητής στέλνει σημεία δύναμης (power points) με bullets σε όσους τον παρακολουθούν. Ο Tufte παραδειγματίζει αυτές τις απόψεις του, μεταποιώντας μια εικόνα από στρατιωτική παρέλαση στην Πλατεία Στάλιν στη Βουδαπέστη το 1956:



Μια καλύτερη μεταφορά για παρουσιάσεις, καταλήγει ο Tufte, είναι η διδασκαλία. Οι δάσκαλοι προσπαθούν να δίνουν εξηγήσεις στους μαθητές τους με αξιόπιστο τρόπο -κάτι που επί ματαίω επιχειρούν οι παρουσιάσεις με powerpoint. O πυρήνας των ιδεών της διδασκαλίας (η εξήγηση, η συλλογιστική σκέψη, η ερώτηση, το περιεχόμενο, η απόδειξη, η αξιόπιστη εξουσία και όχι το πατρονάρισμα) είναι ο αντίθετος πόλος της ιεραρχημένης και προσανατολισμένης στην αγορά προσέγγισης.

Μαντιθέου απολογία


Η φιλοξενία του "Ύπέρ Μαντιθέου" λόγου του Λυσία στο σχολικό εγχειρίδιο της Β Λυκείου και στα συνοδευτικά δοκίμια και σχόλια στο "βιβλίο του καθηγητή" ελάχιστα πείθουν τον αναγνώστη ως προς το ότι ο υπερασπιστικός αυτός λόγος προϋποθέτει μια ισχυρή (για την τότε πολιτική συγκυρία) κατηγορία, με βάση την οποία ο απολογούμενος (Μαντίθεος) θεωρούνταν φιλο-ολιγαρχικός.

Τα συνοδευτικά σχόλια και κείμενα αναφέρονται φυσικά στα πραγματολογικά συμφραζόμενα της κατηγορίας, ωστόσο είναι μονομερώς προσανατολισμένα στην ριζική ανατροπή της. Έτσι, ο Μαντίθεος εμφανίζεται λίγο πολύ ως εξιλαστήριο θύμα μιας πολιτικής σκευωρίας κάποιων αφελών "αντιδημοκρατικών", τα κίνητρα των οποίων παραμένουν ασαφή και σκοτεινά, τα οποία καλούνται μάλιστα να υποθέσουν καθηγητής και μαθητές (σε σχετική άσκηση του σχολικού εγχειριδίου).

Ο εκτοπισμός της πειστικότητας της κατηγορίας και της λαθραίας κυκλοφορίας της στην απολογία του Μαντίθεου έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να μη γίνεται κατανοητή και δικαιολογήσιμη η ικανότητα του Λυσία να προσαρμόζει τους λόγους του στο ήθος του εκάστοτε πελάτη του-ομιλητή (την ἠθοποιίαν). Ο ρητορικός, γενικότερα, λόγος αντλεί το κύρος του από το κατά πόσο και πώς συγκρούεται/διαλέγεται προς τον αντίπαλο λόγο, τα σήματα του οποίου είναι διαρκώς παρόντα και ορατά στο καταγωγικώς προφορικό αυτό "κείμενο".

Το επόμενο άρθρο του Ευ. Αλεξίου (δημοσιευμένο το 2001 στο περιοδικό "Ελληνικά", αρ. τεύχ. 80: 25-41) αποκαθιστά την προηγούμενη μονομέρεια, επιμένοντας κυρίως στις ολιγαρχικές "συμπάθειες" του Μαντίθεου, που εξηγούν και τους λόγους για τους οποίους η ἠθοποιία του Λυσία δεν είναι μόνο "αντι-παθητική" προς το κατηγορητήριο αλλά και κατάλληλα προσαρμοσμένη στο ήθος του πελάτη του.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 20, 2008

Ο θάνατος της κριτικής


Με την ευκαιρία της διάλεξης που θα δώσει στην Αθήνα (Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2008) ο Terry Eagleton, με τίτλο "ο θάνατος της κριτικής", αναδημοσιεύω από το περιοδικό "Εντευκτήριο" παλαιότερο άρθρο του στο "TLS" σε δική μου μετάφραση από τα αγγλικά.

Τρίτη, Νοεμβρίου 18, 2008

Εικονικοί κόσμοι: Μύθοι και Φαντασία


Οι τεχνολατρικές προσεγγίσεις των ΤΠΕ βλέπουν τη χρήση των υπολογιστών στην εκπαίδευση (στον κλάδο των φιλολογικών μαθημάτων ειδικότερα) ως "επανάσταση". Σάμπως αυτό που καλούνται να κάνουν οι φιλόλογοι, όσον αφορά τη διδασκαλία των λογοτεχνικών "κειμένων" με τις ΤΠΕ, να μην έχει συμβεί ποτέ πριν. Καθώς μάλιστα στον χώρο της εκπαιδευτικής τεχνολογίας τα ονόματα χάνουν συχνά την επαφή τους με τα πράγματα και το πολιτικό τους κυρίως νόημα, οι αποπλαισιωμένες από τα ιστορικά τους συμφραζόμενα θεωρήσεις επιφυλλάσσουν για τους εκπαιδευτικούς την εξής παγίδα: αντί να αναγνωρίζεται ότι σε κάθε δεκαετία που περνά το πεδίο έρευνας και πρακτικής των ΤΠΕ εμπλουτίζεται με νέες γνώσεις όσον αφορά τη διδασκαλία του γραμματισμού, τις εξαιρετικά σύνθετες διαδικασίες εφαρμογής του και τους τρόπους με τους οποίους εφαρμόζεται και αξιολογείται διαχρονικά, συμπεραίνεται αυθαίρετα ότι η "νέα" αυτή γνώση έχει ολότελα αντικαταστήσει ή έχει υποσκελίσει τις συμβατικές (εντυπογραφικές) πρακτικές.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι απουσιάζουν οι ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στα συμβατικά μέσα μετάδοσης και διδασκαλίας της γνώσης και τα ηλεκτρονικά. Όμως, η απόσταση από την υιοθέτηση των αρχών ενός σκληροπυρηνικού τεχνολογικού ντετερμινισμού, σύμφωνα με τις οποίες οι σχετικές διαφορές προσδιορίζουν απόλυτα και τους τρόπους με τους οποίους τα μέσα χρησιμοποιούνται, είναι μεγάλη. Για παράδειγμα, στην πλειοψηφία του οι τύποι της διαδραστικότητας που παράγονται με τα υπολογιστικά συστήματα είναι, για τους σχεδιαστές και τους προγραμματιστές, ένας τύπος αλληλεπίδρασης με τους άλλους ανθρώπους ακόμη και όταν αυτοί δεν είναι παρόντες. Γι’ αυτό, προκειμένου να είμαστε σε θέση να παράγουμε αποτελεσματικά διδακτικά συστήματα οφείλουμε να γνωρίζουμε τί ακριβώς συγκροτεί μια αποτελεσματική επικοινωνία ανεξάρτητα προς το μέσον της.

Προς αυτή την κατεύθυνση, οι Lave & Wenger, αναφερόμενοι στο ζήτημα της κατανόησης της τεχνολογίας της πρακτικής, παρατηρούν ότι αυτή η κατανόηση «δεν περιορίζεται στην εκμάθηση της χρήσης κάποιων εργαλείων, αλλά αποτελεί τρόπο με τον οποίο συνδέεται κανείς με την ιστορία της πρακτικής διαδικασίας και συμμετέχει αμεσότερα στην πολιτισμική της διάσταση».

Την αποκατάσταση της σημασίας της ιστορίας της πρακτικής διαδικασίας επιχειρεί η Beatricce Bittarello, στο άρθρο της Another Time, Another Space: Virtual Worlds, Myths and Imagination, με παράδειγμα ανάλυσης τους εικονικούς κόσμους (virtual words). Στηριζόμενη σε μεθοδολογικές προσεγγίσεις από διαφορετικούς, συγγενείς μεταξύ τους, κλάδους (των κλασικών, πολιτισμικών και θρησκευτικών σπουδών), η ερευνήτρια υποδεικνύει πως το φανταστικό και το οπτικό -χαρακτηριστικά στοιχεία του εικονικού κόσμου- ανέκαθεν συνυπήρχαν, εξετάζοντας εικονικούς κόσμους στα αρχαία κείμενα ("έπος του Γκίλγκαμες", κήπο της Εδέμ της "Βίβλου", ομηρική Νέκυια της "Οδύσσειας", αρχαιοελληνική αγγειογραφία και τέχνη, "Αληθής ιστορία" του Λουκιανού), στη λογοτεχνία και τέχνη του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης (λ.χ. στη "Θεία Κωμωδία" του Δάντη, στον Ραμπελέ, στα "ταξίδια του Γκιούλιβερ"), και κυρίως στη νεότερη και σύγχρονη φανταστική γραμματεία και λογοτεχνία (Τόλκιεν, κ.ά).

Με ενδιάμεσο αντιπροσωπευτικό σταθμό, στα νεότερα χρόνια, τον κινηματογράφο, ο οποίος όχι μόνο απογειώνει το εικονικό θέμα (πρβλ. το "Metropolis" του Lang) αλλά και ο ίδιος συγκροτεί ένα εικονικό κόσμο, συγκρίνονται οι εικονικοί κόσμοι του κυβερνοχώρου και της προ-διαδικτυακής γραμματείας, για να υποδειχθεί ότι το συχνά διακρινόμενο και αντίπαλο ζεύγος, ανεξάρτητα από τα μέσα που χρησιμοποιεί κάποιος για να το προσεγγίσει, διαθέτει κοινό τουλάχιστον παρονομαστή: τον μυθικό χώρο.

Για τους φιλολόγους και τους κριτικούς της λογοτεχνίας ο μυθικός χώρος του εικονικού κόσμου στα λογοτεχνικά/θρησκευτικά κείμενα διαφέρει από τον χώρο της καθημερινής ζωής, είτε επειδή κατοικείται από τέρατα ή φανταστικά όντα είτε επειδή συμβαίνουν σ' αυτόν θαύματα, είτε επειδή οι συνήθειες των ανθρώπων στα εξωτικά αυτά μέρη είναι αλλόκοτες. Ύστερα, ο μυθικός, λoγοτεχνικός εικονικός κόσμος, ως ουτοπία ή δυστοπία, τοποθετείται κάπου μακριά, συχνά στα όρια ή τα έγκατα της γης, έτσι ώστε να προσεγγίζεται μετά από ένα επικίνδυνο, κατά κανόνα περιπετειώδες, ταξίδι, πολλές φορές ακόμη και με ασυνήθιστα μέσα (λ.χ. φτερωτά σανδάλια, όνειρο, μαγικό πλοίο, διαστημόπλοιο, πύλες που οδηγούν σε εναλλακτικούς κόσμους, κλπ).

Ο εικονικός κόσμος του κυβερνοχώρου μοιράζεται καταρχήν κοινά χαρακτηριστικά με αυτόν της λογοτεχνίας: υπο-κείμενοι κανόνες, αναπαραστάσεις χρηστών με τα "avatars", διαδραστικότητα σε πραγματικό χρόνο, τρισδιάστατοι και διαμοιραζόμενοι κόσμοι, αναφέρονται ως στοιχεία της διαδικτυακής εικονικής πραγματικότητας, ενώ εξίσου συχνές είναι οι θρησκευτικού τύπου δηλώσεις, που ορίζουν τον κυβερνοχώρο ως νέο "Παράδεισο" και "πύλη που βγάζει σε ένα νέο μαγικό και εναλλακτικό κόσμο". Ακόμη και ο όρος avatar στα ψηφιακά περιβάλλοντα είναι δάνειο από τη μυθολογία των ινδουιστών, σημαίνοντας την ενσάρκωση/επιφάνεια ενός θεού (ή θεάς). Στους διαδικτυακούς ενγένει εικονικούς κόσμους τελείται, όπως και στους προ-διαδικτυακούς, μια μυθοποιητική δραστηριότητα, μέσω του υπολογιστή τώρα, καθώς δημιουργούνται φανταστικοί και εδώ πολιτισμοί, που δεν υπάρχουν έξω από τον εικονικό κόσμο. Το κύριο στοιχείο τους είναι και εδώ η "εμπειρία" που δοκιμάζουν οι μέτοχοι δράστες του εικονικού κόσμου και οι σχέσεις τους που διαμορφώνονται on-line. Η εμπειρία αυτή, όπως και στον προ-διαδικτυακό εικονικό κόσμο της λογοτεχνίας, σχετίζεται με ολότελα συνηθισμένες πράξεις, εγκιβωτισμένες ωστόσο σε ένα εξαιρετικό περικείμενο.

Τελικά, κατά την Bittarello, οι εικονικοί κόσμοι (λογοτεχνικοί, οπτικοί / τεχνολογικοί) μας προσφέρουν τη δυνατότητα να διερευνήσουμε πιθανούς κόσμους και να αναδημιουργήσουμε πραγματικότητες μέσω της μυθοποίησης, εντάσσοντας στην καθημερινή και πραγματική εμπειρία μας αυτό που δοκιμάζουμε στον εικονικό κόσμο. Όπως και "τότε" έτσι και "τώρα" οι εικονικοί κόσμοι δεν είναι τόποι και τρόποι διαφυγής από την πραγματικότητα αλλά μια απόπειρα εμπλοκής με αυτήν: δεν θέλει, δηλαδή, κανείς να μεταφέρει τη ζωή του στο web όσο στο να πειραματιστεί σε αυτό το "αλλο" πεδίο της πραγματικότητας. Γι' αυτό μπορούμε να μιλάμε για μια διαδικασία "ώσμωσης" παρά για ένα μηχανιστικό διαχωρισμό ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες (την ψηφιακή και τη φυσική). Υπ΄ αυτή την έννοια οι εικονικοί κόσμοι αποτελούν χώρους δοκιμής, "άσκησης".