Ανακοινώσεις του συνεδρίου "Αρχαιότητα, Αρχαιολογία και Ελληνικότητα στην Ελλάδα του εικοστού αιώνα", που έγινε στο Μουσείο Μπενάκη τον Ιανουάριο του 2007. Οι συγγραφείς του τόμου συστήνουν και ασκούν κριτική στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε η ελληνική ταυτότητα σε σχέση με την πρόσληψη της κλασικής αρχαιότητας και ειδικότερα με την ελληνική αρχαιολογία κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αρχαιολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αρχαιολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Κυριακή, Ιουλίου 29, 2018
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 19, 2014
Chatting στην αρχαιότητα
Ήταν γνωστό το διαδικτυακό "κουβεντολόι" (chatting) μεταξύ των ψηφιακών αυτόχθονων στην αρχαιότητα; Στην επόμενη σχεδιαστική αναπαράσταση (εικόνα 1), από μια μελανόμορφη υστεροαρχαϊκή πελίκη του 510 π.Χ. (εικόνα 2), τρεις Αθηναίοι κάνουν chatting: απεικονίζονται καθιστοί, αριστερά, ένας έφηβος και ένας γενειοφόρος άνδρας, ενώ δεξιά ένα αγόρι είναι όρθιο. Και οι τρεις κοιτάζουν προς τα πάνω, με το βλέμμα στραμμένο σε ένα πουλί που πετάει πάνω από τα κεφάλια τους. Από τις επιγραφές που βγαίνουν από το στόμα τους καταλαβαίνουμε ότι ο έφηβος φωνάζει "ΙΔΟ ΧΕΛΙΔΟΝ = ἰδού χελιδών" [δες ένα χελιδώνι], ο άνδρας συμφωνεί "ΝΕ ΤΟΝ ΗΕΡΑΚΛΕΑ = νὴ τὸν ῾Hρακλέα" [Mα τον Hρακλή], ενώ το αγόρι συμπληρώνει "ΗΑΥΤΕΙ = αὑτηί" [νάτο]. Ανάμεσα στον άνδρα και το αγόρι η επιγραφή "ΕΑΡ ΕΔΕ = ἔαρ ἤδη" [ήρθε η άνοιξη] συμπεραίνει το κουβέντιασμα, αν και δεν συνδέεται άμεσα με κάποια από τις τρεις απεικονιζόμενες συνομιλούσες μορφές.
Η αρχαιολόγος Έλενα Walter-Καρύδη στην πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη της "When the Athenians liked to chat" (στο Π. Βαλαβάνης, & Ε. Μανακίδου, επιμ., ΕΓΡΑΦΣΕΝ καἰ ΕΠΟΙΕΣΕΝ, Θεσσαλονίκη 2014, 191-205) εντάσσει την καταγεγραμμένη αυτή προφορική συνομιλία στις αγγειογραφικές επιγραφές που θα μπορούσαν τιτλοφορηθούν ως “chatting”. Άλλοι τις ονομάζουν "επιγραφές συννεφόλεξα" (bubble inscriptions) - όρος που κι αυτός παραπέμπει στα "μπαλόνια με λόγια" των σύγχρονων κόμιξ. Οι επιγραφές της "κουβέντας", επισημαίνει στη μελέτη της η Έ. Walter-Καρύδη, συνδυάζοντας την εικόνα με τη γραφή και τη φωνή, εμφανίζονται στις υστεροαρχαϊκές αγγειογραφίες της Αττικής (530-480 π.Χ.), παρέχοντάς μας σημαντικές πληροφορίες τόσο για την "επιτελεστική" λειτουργία των γραπτών επιγραφών στα αγγεία από απλούς ανθρώπους όσο και για την εξέλιξη του πολιτιστικού αυτού φαινομένου, που αντανακλούσε τις εκάστοτε αλλαγές στη νοοτροπία των Αθηναίων.
εικόνα (1): Μελανόμορφη πελίκη (περ. 510 π.Χ.)
[Κατά τον Lissarrague 1992, fig. 12]
[Κατά τον Lissarrague 1992, fig. 12]
Η αρχαιολόγος Έλενα Walter-Καρύδη στην πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη της "When the Athenians liked to chat" (στο Π. Βαλαβάνης, & Ε. Μανακίδου, επιμ., ΕΓΡΑΦΣΕΝ καἰ ΕΠΟΙΕΣΕΝ, Θεσσαλονίκη 2014, 191-205) εντάσσει την καταγεγραμμένη αυτή προφορική συνομιλία στις αγγειογραφικές επιγραφές που θα μπορούσαν τιτλοφορηθούν ως “chatting”. Άλλοι τις ονομάζουν "επιγραφές συννεφόλεξα" (bubble inscriptions) - όρος που κι αυτός παραπέμπει στα "μπαλόνια με λόγια" των σύγχρονων κόμιξ. Οι επιγραφές της "κουβέντας", επισημαίνει στη μελέτη της η Έ. Walter-Καρύδη, συνδυάζοντας την εικόνα με τη γραφή και τη φωνή, εμφανίζονται στις υστεροαρχαϊκές αγγειογραφίες της Αττικής (530-480 π.Χ.), παρέχοντάς μας σημαντικές πληροφορίες τόσο για την "επιτελεστική" λειτουργία των γραπτών επιγραφών στα αγγεία από απλούς ανθρώπους όσο και για την εξέλιξη του πολιτιστικού αυτού φαινομένου, που αντανακλούσε τις εκάστοτε αλλαγές στη νοοτροπία των Αθηναίων.
εικόνα (2): Μελανόμορφη πελίκη (περ. 510 π.Χ.)
[Αγία Πετρούπολη, Μουσείο Ερμιτάζ]
[Αγία Πετρούπολη, Μουσείο Ερμιτάζ]
Ετικέτες
αρχαιολογία,
Walter-Καρύδη
Σάββατο, Μαρτίου 22, 2014
Αρχαιολογικές εκδόσεις
Το Μουσείο Γκετί παρέχει πολλές από τις αρχαιολογικές εκδόσεις του δωρεάν σε ηλεκτρονική μορφή(pdf). Μερικές, όπως οι επόμενες, αφορούν και την ελληνική αρχαιότητα:
1. Claire L. Lyons, John K. Papadopoulos, Lindsey S. Stewart, and Andrew Szegedy-Maszak. 2005.Antiquity and Photography: Early Views of Ancient Mediterranean Sites
2. Toby Schreiber. 1999. Athenian Vase Construction: A Potter’s Analysis
3. Richard Stoneman. 1998. A Luminous Land: Artists Discover Greece.
4. Marion True and Jerry Podany (eds.). 1991. Marble: Art Historical and Scientific Perspectives on Ancient Sculpture.
5.Oliver Taplin. 2007. Pots & Plays: Interactions Between Tragedy and Greek Vase-painting of the Fourth Century B.C.
6. Janet Burnett Grossman. 2001. Greek Funerary Sculpture: Catalogue of the Collections at the Getty Villa.
7. Martin Robertson, Andrew F. Stewart, Walter Burkert, John Griffiths Pedley, Brunilde S. Ridgway, Albert Henrichs, Alan W. Johnston, John Boardman, Mary B. Moore, Joan R. Mertens, Dietrich von Bothmer. 1987. Papers on the Amasis Painter and His World.
8. Masterpieces of the J. Paul Getty Museum, Antiquities. 1997.
9. Marion True, Jiří Frel, and Dietrich von Bothmer. 1983. Greek Vases: Molly and Walter Bareiss Collection.
10. Vassos Karageorghis, Edgar J. Peltenburg. 1990. Cyprus Before the Bronze Age: Art of the Chalcolithic Period
1. Claire L. Lyons, John K. Papadopoulos, Lindsey S. Stewart, and Andrew Szegedy-Maszak. 2005.Antiquity and Photography: Early Views of Ancient Mediterranean Sites
2. Toby Schreiber. 1999. Athenian Vase Construction: A Potter’s Analysis
3. Richard Stoneman. 1998. A Luminous Land: Artists Discover Greece.
4. Marion True and Jerry Podany (eds.). 1991. Marble: Art Historical and Scientific Perspectives on Ancient Sculpture.
5.Oliver Taplin. 2007. Pots & Plays: Interactions Between Tragedy and Greek Vase-painting of the Fourth Century B.C.
6. Janet Burnett Grossman. 2001. Greek Funerary Sculpture: Catalogue of the Collections at the Getty Villa.
7. Martin Robertson, Andrew F. Stewart, Walter Burkert, John Griffiths Pedley, Brunilde S. Ridgway, Albert Henrichs, Alan W. Johnston, John Boardman, Mary B. Moore, Joan R. Mertens, Dietrich von Bothmer. 1987. Papers on the Amasis Painter and His World.
8. Masterpieces of the J. Paul Getty Museum, Antiquities. 1997.
9. Marion True, Jiří Frel, and Dietrich von Bothmer. 1983. Greek Vases: Molly and Walter Bareiss Collection.
10. Vassos Karageorghis, Edgar J. Peltenburg. 1990. Cyprus Before the Bronze Age: Art of the Chalcolithic Period
11. The Getty Kouros Colloquium. 1993.
12. Pat Getz-Preziosi. 1994. Early Cycladic Sculpture: An Introduction, 2nd Edition.
13. Dietrich von Bothmer, Alan L. Boegehold. 1985. The Amasis Painter and His World: Vase Painting in Sixth-Century B.C. Athens.
Ετικέτες
αρχαιολογία,
τέχνη
Τρίτη, Δεκεμβρίου 20, 2011
Η αρχαία ελληνική τέχνη και η ακτινοβολία της
Κυκλοφορεί από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη) ο έβδομος και τελευταίος τόμος της σειράς "Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση", υπό τον τίτλο Η αρχαία ελληνική τέχνη και η ακτινοβολία της. Συγγραφείς οι Μ. Βουτυράς και Α. Γουλάκη Βουτυρά. Στον "Πρόλογo" ο υπεύθυνος του Προγράμματος και συντονιστής της σειράς, Δ. Ν. Μαρωνίτης, σημειώνει:
"Η μία αρετή του εγχειριδίου αποτυπώνεται στη διαίρεσή του σε δύο ισότιμα σχεδόν μέρη. Το πρώτο μέρος, συνταγμένο από τον Μανόλη Βουτυρά, είναι εξ ορισμού αρχαιολογικό και επιγράφεται "αρχαιοελληνική τέχνη". Εξελισσόμενο σε οκτώ έντιτλα κεφάλαια, καλύπτει με επάρκεια και ενάργεια, όλο το φάσμα της ελληνικής τέχνης, από τους Σκοτεινούς αιώνες και τη γεωμετρική περίοδο έως την όψιμη ελληνιστική εποχή.
Το δεύτερο μέρος, σπάνιο απρόβλεπτο σε παρόμοιες περιπτώσεις, οφείλεται στην αρμόδια γνώση και στον επίμονο μόχθο της Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά. Η οποία ερευνά και συντάσσει συστηματικά σε έξι κεφάλαια τα βασικά εκείνα στοιχεία που μαρτυρούν τη γόνιμη και εξελισσόμενη επίδραση της αρχαίας ελληνικής τέχνης στα νεότερα χρόνια, από την πρώιμη Αναγέννηση έως το τέλος του 20ου αιώνα. Καταλήγοντας στα ίχνη και στα σήματα της αρχαιοελληνικής καλλιτεχνικής παράδοσης, όσα και όπως αναγνωρίζονται σε επώνυμα πρόσωπα και έργα της νεοελληνικής τέχνης.
Η δεύτερη, μεθοδολογική και ιδεολογική, αρετή, αφορά τον αρμόδιο τύπο, με τον οποίο νοείται και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση η αρχή της ακτινοβολίας και της επίδρασης, στην πορεία και στην εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Επιβεβαιώνοντας την παραγωγική αξία που έχει και στον καλλιτεχνικό τομέα η μέθοδος της αμοιβαιότητας. Που πάει να πει: στην τέχνη όποιος δίνει παίρνει, και όποιος παίρνει δίνει. Έτσι μόνο το ξένο παράδειγμα τρέπεται σε οικείο και το οικείο ξενίζεται, διευρύνοντας συνεχώς τον ορίζοντα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τόσο στη διάσταση του χώρου όσο και στο άνυσμα του χρόνου.
Τούτο σημαίνει ότι η αμφίδρομη ακτινοβολία και επίδραση της αρχαίας ελληνικής τέχνης συστήνουν έναν τύπο πολιτισμού ανοιχτού στον χώρο και στον χρόνο, προάγοντας την αρχή της αμοιβαίας ανταλλαγής και στην ευρύτερη περιοχή της οικονομίας και της πολιτικής, όταν μάλιστα κλονίζεται. Από την άποψη αυτή το έβδομο και τελευταίο εγχειρίδιο της σειράς δεν είναι εκτός τόπου και χρόνου".
Δείτε ένα απόσπασμα από το εγχειρίδιο κάνοντας κλικ εδώ.
"Η μία αρετή του εγχειριδίου αποτυπώνεται στη διαίρεσή του σε δύο ισότιμα σχεδόν μέρη. Το πρώτο μέρος, συνταγμένο από τον Μανόλη Βουτυρά, είναι εξ ορισμού αρχαιολογικό και επιγράφεται "αρχαιοελληνική τέχνη". Εξελισσόμενο σε οκτώ έντιτλα κεφάλαια, καλύπτει με επάρκεια και ενάργεια, όλο το φάσμα της ελληνικής τέχνης, από τους Σκοτεινούς αιώνες και τη γεωμετρική περίοδο έως την όψιμη ελληνιστική εποχή.
Το δεύτερο μέρος, σπάνιο απρόβλεπτο σε παρόμοιες περιπτώσεις, οφείλεται στην αρμόδια γνώση και στον επίμονο μόχθο της Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά. Η οποία ερευνά και συντάσσει συστηματικά σε έξι κεφάλαια τα βασικά εκείνα στοιχεία που μαρτυρούν τη γόνιμη και εξελισσόμενη επίδραση της αρχαίας ελληνικής τέχνης στα νεότερα χρόνια, από την πρώιμη Αναγέννηση έως το τέλος του 20ου αιώνα. Καταλήγοντας στα ίχνη και στα σήματα της αρχαιοελληνικής καλλιτεχνικής παράδοσης, όσα και όπως αναγνωρίζονται σε επώνυμα πρόσωπα και έργα της νεοελληνικής τέχνης.
Η δεύτερη, μεθοδολογική και ιδεολογική, αρετή, αφορά τον αρμόδιο τύπο, με τον οποίο νοείται και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση η αρχή της ακτινοβολίας και της επίδρασης, στην πορεία και στην εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Επιβεβαιώνοντας την παραγωγική αξία που έχει και στον καλλιτεχνικό τομέα η μέθοδος της αμοιβαιότητας. Που πάει να πει: στην τέχνη όποιος δίνει παίρνει, και όποιος παίρνει δίνει. Έτσι μόνο το ξένο παράδειγμα τρέπεται σε οικείο και το οικείο ξενίζεται, διευρύνοντας συνεχώς τον ορίζοντα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τόσο στη διάσταση του χώρου όσο και στο άνυσμα του χρόνου.
Τούτο σημαίνει ότι η αμφίδρομη ακτινοβολία και επίδραση της αρχαίας ελληνικής τέχνης συστήνουν έναν τύπο πολιτισμού ανοιχτού στον χώρο και στον χρόνο, προάγοντας την αρχή της αμοιβαίας ανταλλαγής και στην ευρύτερη περιοχή της οικονομίας και της πολιτικής, όταν μάλιστα κλονίζεται. Από την άποψη αυτή το έβδομο και τελευταίο εγχειρίδιο της σειράς δεν είναι εκτός τόπου και χρόνου".
Δείτε ένα απόσπασμα από το εγχειρίδιο κάνοντας κλικ εδώ.
Ετικέτες
αρχαιογλωσσία,
αρχαιογνωσία,
αρχαιολογία,
Βουτυράς,
εγχειρίδια,
τέχνη
Δευτέρα, Αυγούστου 22, 2011
Δούναι και λαβείν
Προλόγισμα στο έβδομο εγχειρίδιο της σειράς "Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση", με το οποίο περατώνεται ένα συλλογικό πρόγραμμα (ερευνητικό, συγγραφικό, εκδοτικό) πειραματικού και πιλοτικού εξαρχής χαρακτήρα.
Βασικός στόχος του: η ουσιαστική, μεθοδολογική και διδακτική διάκριση αρχαιογνωσίας και αρχαιογλωσσίας. Η άρση δηλαδή μιας παρεξήγησης, που συγχέει τους δύο όρους, υποστηρίζοντας ότι είναι λίγο-πολύ συνώνυμοι. Πρόκειται για αυθαίρετο, από επιστημονική και ιστορική άποψη, ισχυρισμό, που παραγνωρίζει την καταστατική διαφορά ανάμεσα στη γνώση και στη γλώσσα, στη γλώσσα και στον λόγο. Δίνοντας μάλιστα προβάδισμα στην αρχαιογλωσσία, προορισμένη, υποτίθεται, να αναπληρώνει τα ελλείμματα της νεογλωσσίας μας.
Η προγραμματική απόρριψη αυτής της παρεξήγησης στο συγκεκριμένο πρόγραμμα δεν συνεπάγεται ασφαλώς υποτίμηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αποτελεί όμως εμπόδιο στην ανιστόρητη υπερτίμησή της, τόσο έναντι της νεοελληνικής όσο και κάθε άλλης σύγχρονης γλώσσας. Ζητούμενο στην προκείμενη περίπτωση είναι να οριστούν νηφάλια οι έγκυρες σχέσεις αρχαιογνωσίας και αρχαιογλωσσίας, με την προϋπόθεση ότι η δεύτερη αποτελεί μέρος και μέσο της πρώτης, στην περιοχή ειδικότερα των γραμμάτων, όχι ηγεμονικό αυτοσκοπό.
Σ΄ αυτή την εδραία βάση στηρίζονται και τα επτά εγχειρίδια του προγράμματος (εκδόσεις του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη, ΙΝΣ), το οποίο, γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο εγκαινιάστηκε με παραδειγματικό εγχειρίδιο της σειράς την Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, συνταγμένη από τον αλησμόνητο Τάσο Χριστίδη (δημοσιεύτηκε το 200, λίγους μήνες μετά τον πρόωρο θάνατό του). Μεσολάβησαν, μέσα στον ίδιο χρόνο, η άρτια "Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία" του Φάνη Κακριδή και ο συναρπαστικός τόμος "Η Ρώμη και ο κόσμος της" του Θεόδωρου Παπαγγελή, ευάγωγη γέφυρα ανάμεσα στον ελληνικό και στον ρωμαϊκό κόσμο της αρχαιότητας.
Την επόμενη χρονιά είδε το φως της δημοσιότητας το τέταρτο εγχειρίδιο, αφιερωμένο στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και στον φιλόσοφο βίο, με τον τίτλο "Αρχαίοι Ελληνες Φιλόσοφοι". Θεμελιώδες έργο του Βασίλη Κάλφα και του Γιώργου Ζωγραφίδη, όπου εφαρμόστηκε με απρόβλεπτη επιτυχία η μέθοδος της συγγραφικής διφωνίας. Το διφωνικό παράδειγμα ακολούθησαν: το 2007 ο επιγραφόμενος και ο Λάμπρος Πόλκας με την "Αρχαϊκή επική ποίηση" (υπότιτλος: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια). Το 2010 οι Δ. Ι. Κυρτάτας και Σ. Ι. Ράγκος με την "Ελληνική Αρχαιότητα" (υπότιτλος: πόλεμος-πολιτική-πολιτισμός), όπου μεταφέρονται καίρια ιστορικά δρώμενα, από την αρχαϊκή έως τη ρωμαϊκή εποχή, σε εναλλασσόμενο αφηγηματικό λόγο, που διαβάζεται απνευστί.
Έτσι φτάσαμε στο προκείμενο, έβδομο και τελευταίο, εγχειρίδιο της σειράς, που επιγράφεται "Η αρχαία ελληνική τέχνη και η ακτινοβολία της", συνεργατικό πόνημα του ζεύγους Μανόλη και Αλεξάνδρας Βουτυρά, στο οποίο προτάσσεται κατατοπιστικός πρόλογος των δύο συγγραφέων. Εδώ προκαταβάλλονται με δίκαιη, πιστεύω, έμφαση δύο δυσεύρετες αρετές του εγχειριδίου, οι οποίες υποτονίζονται από σεμνότητα στον συνοπτικό Πρόλογο του τόμου.
Η μία αρετή αποτυπώνεται ήδη στη διαίρεση του εγχειριδίου σε δύο σχεδόν ισότιμα μέρη. Το πρώτο, συνταγμένο από τον Μανόλη Βουτυρά, είναι εξ ορισμού αρχαιολογικό. Εξελισσόμενο σε οκτώ έντιτλα κεφάλαια, καλύπτει, με επάρκεια και ενάργεια, όλο το φάσμα της ελληνικής τέχνης, από τους «Σκοτεινούς αιώνες» και τη «Γεωμετρική περίοδο» έως την όψιμη «Ελληνιστική εποχή».
Το δεύτερο μέρος, σπάνιο και απροσδόκητο σε παρόμοιες περιπτώσεις, οφείλεται στη αρμόδια γνώση και στον επίμονο μόχθο της Αλεξάνδρας Βουτυρά. Η οποία ερευνά και συντάσσει συστηματικά σε έξι κεφάλαια τα βασικά εκείνα στοιχεία που μαρτυρούν τη γόνιμη και εξελισσόμενη επίδραση της αρχαίας ελληνικής τέχνης στα νεότερα χρόνια, από την πρώιμη Αναγέννηση έως το τέλος του εικοστού αιώνα. Καταλήγοντας στα ίχνη και στα σήματα της αρχαιοελληνικής καλλιτεχνικής παράδοσης, όπου και όπως αναγνωρίζονται σε επώνυμα πρόσωπα και έργα της νεοελληνικής τέχνης.
Η δεύτερη, μεθοδολογική και ιδεολογική, αρετή αφορά στον αμφίδρομο τρόπο με τον οποίο νοείται και εφαρμόζεται η αρχή της αμοιβαίας επίδρασης στην προκειμένη περίπτωση. Που πάει να πει: στην τέχνη (στη λογοτεχνία και στη ζωή βέβαια) όποιος δίνει παίρνει και όποιος παίρνει δίνει. Έτσι μόνο το ξένο παράδειγμα τρέπεται σε οικείο και το οικείο ξενίζεται. Διευρύνοντας συνεχώς τον ορίζοντα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τόσο στη διάσταση του χώρου όσο και στο άνυσμα του χρόνου. Συστήνοντας συνάμα έναν τύπο ανοιχτού πολιτισμού και ανοιχτής πολιτικής μεταξύ των λαών, συμπεριλαμβανομένης και της οικονομίας. Από την άποψη αυτή το έβδομο και τελευταίο εγχειρίδιο της σειράς δεν είναι εκτός τόπου και χρόνου.
Βασικός στόχος του: η ουσιαστική, μεθοδολογική και διδακτική διάκριση αρχαιογνωσίας και αρχαιογλωσσίας. Η άρση δηλαδή μιας παρεξήγησης, που συγχέει τους δύο όρους, υποστηρίζοντας ότι είναι λίγο-πολύ συνώνυμοι. Πρόκειται για αυθαίρετο, από επιστημονική και ιστορική άποψη, ισχυρισμό, που παραγνωρίζει την καταστατική διαφορά ανάμεσα στη γνώση και στη γλώσσα, στη γλώσσα και στον λόγο. Δίνοντας μάλιστα προβάδισμα στην αρχαιογλωσσία, προορισμένη, υποτίθεται, να αναπληρώνει τα ελλείμματα της νεογλωσσίας μας.
Η προγραμματική απόρριψη αυτής της παρεξήγησης στο συγκεκριμένο πρόγραμμα δεν συνεπάγεται ασφαλώς υποτίμηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αποτελεί όμως εμπόδιο στην ανιστόρητη υπερτίμησή της, τόσο έναντι της νεοελληνικής όσο και κάθε άλλης σύγχρονης γλώσσας. Ζητούμενο στην προκείμενη περίπτωση είναι να οριστούν νηφάλια οι έγκυρες σχέσεις αρχαιογνωσίας και αρχαιογλωσσίας, με την προϋπόθεση ότι η δεύτερη αποτελεί μέρος και μέσο της πρώτης, στην περιοχή ειδικότερα των γραμμάτων, όχι ηγεμονικό αυτοσκοπό.
Σ΄ αυτή την εδραία βάση στηρίζονται και τα επτά εγχειρίδια του προγράμματος (εκδόσεις του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη, ΙΝΣ), το οποίο, γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο εγκαινιάστηκε με παραδειγματικό εγχειρίδιο της σειράς την Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, συνταγμένη από τον αλησμόνητο Τάσο Χριστίδη (δημοσιεύτηκε το 200, λίγους μήνες μετά τον πρόωρο θάνατό του). Μεσολάβησαν, μέσα στον ίδιο χρόνο, η άρτια "Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία" του Φάνη Κακριδή και ο συναρπαστικός τόμος "Η Ρώμη και ο κόσμος της" του Θεόδωρου Παπαγγελή, ευάγωγη γέφυρα ανάμεσα στον ελληνικό και στον ρωμαϊκό κόσμο της αρχαιότητας.
Την επόμενη χρονιά είδε το φως της δημοσιότητας το τέταρτο εγχειρίδιο, αφιερωμένο στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και στον φιλόσοφο βίο, με τον τίτλο "Αρχαίοι Ελληνες Φιλόσοφοι". Θεμελιώδες έργο του Βασίλη Κάλφα και του Γιώργου Ζωγραφίδη, όπου εφαρμόστηκε με απρόβλεπτη επιτυχία η μέθοδος της συγγραφικής διφωνίας. Το διφωνικό παράδειγμα ακολούθησαν: το 2007 ο επιγραφόμενος και ο Λάμπρος Πόλκας με την "Αρχαϊκή επική ποίηση" (υπότιτλος: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια). Το 2010 οι Δ. Ι. Κυρτάτας και Σ. Ι. Ράγκος με την "Ελληνική Αρχαιότητα" (υπότιτλος: πόλεμος-πολιτική-πολιτισμός), όπου μεταφέρονται καίρια ιστορικά δρώμενα, από την αρχαϊκή έως τη ρωμαϊκή εποχή, σε εναλλασσόμενο αφηγηματικό λόγο, που διαβάζεται απνευστί.
Έτσι φτάσαμε στο προκείμενο, έβδομο και τελευταίο, εγχειρίδιο της σειράς, που επιγράφεται "Η αρχαία ελληνική τέχνη και η ακτινοβολία της", συνεργατικό πόνημα του ζεύγους Μανόλη και Αλεξάνδρας Βουτυρά, στο οποίο προτάσσεται κατατοπιστικός πρόλογος των δύο συγγραφέων. Εδώ προκαταβάλλονται με δίκαιη, πιστεύω, έμφαση δύο δυσεύρετες αρετές του εγχειριδίου, οι οποίες υποτονίζονται από σεμνότητα στον συνοπτικό Πρόλογο του τόμου.
Η μία αρετή αποτυπώνεται ήδη στη διαίρεση του εγχειριδίου σε δύο σχεδόν ισότιμα μέρη. Το πρώτο, συνταγμένο από τον Μανόλη Βουτυρά, είναι εξ ορισμού αρχαιολογικό. Εξελισσόμενο σε οκτώ έντιτλα κεφάλαια, καλύπτει, με επάρκεια και ενάργεια, όλο το φάσμα της ελληνικής τέχνης, από τους «Σκοτεινούς αιώνες» και τη «Γεωμετρική περίοδο» έως την όψιμη «Ελληνιστική εποχή».
Το δεύτερο μέρος, σπάνιο και απροσδόκητο σε παρόμοιες περιπτώσεις, οφείλεται στη αρμόδια γνώση και στον επίμονο μόχθο της Αλεξάνδρας Βουτυρά. Η οποία ερευνά και συντάσσει συστηματικά σε έξι κεφάλαια τα βασικά εκείνα στοιχεία που μαρτυρούν τη γόνιμη και εξελισσόμενη επίδραση της αρχαίας ελληνικής τέχνης στα νεότερα χρόνια, από την πρώιμη Αναγέννηση έως το τέλος του εικοστού αιώνα. Καταλήγοντας στα ίχνη και στα σήματα της αρχαιοελληνικής καλλιτεχνικής παράδοσης, όπου και όπως αναγνωρίζονται σε επώνυμα πρόσωπα και έργα της νεοελληνικής τέχνης.
Η δεύτερη, μεθοδολογική και ιδεολογική, αρετή αφορά στον αμφίδρομο τρόπο με τον οποίο νοείται και εφαρμόζεται η αρχή της αμοιβαίας επίδρασης στην προκειμένη περίπτωση. Που πάει να πει: στην τέχνη (στη λογοτεχνία και στη ζωή βέβαια) όποιος δίνει παίρνει και όποιος παίρνει δίνει. Έτσι μόνο το ξένο παράδειγμα τρέπεται σε οικείο και το οικείο ξενίζεται. Διευρύνοντας συνεχώς τον ορίζοντα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τόσο στη διάσταση του χώρου όσο και στο άνυσμα του χρόνου. Συστήνοντας συνάμα έναν τύπο ανοιχτού πολιτισμού και ανοιχτής πολιτικής μεταξύ των λαών, συμπεριλαμβανομένης και της οικονομίας. Από την άποψη αυτή το έβδομο και τελευταίο εγχειρίδιο της σειράς δεν είναι εκτός τόπου και χρόνου.
Ετικέτες
αρχαιογλωσσία,
αρχαιογνωσία,
αρχαιολογία,
Βουτυράς,
εγχειρίδια,
Μαρωνίτης,
τέχνη
Εγγραφή σε: