Τρίτη, Σεπτεμβρίου 15, 2015
Τετάρτη, Μαΐου 06, 2015
Τετάρτη, Νοεμβρίου 03, 2010
Γλωσσικό παρόν και παρελθόν της Ελληνικής
"Στην διάκριση "μιλώ μια γλώσσα/μιλώ -για μια γλώσσα" -και με το "μιλώ" εννοώ "μιλώ ή γράφω"- αναφερόμαστε οι γλωσσολόγοι στα εισαγωγικά μας μαθήματα της γενικής γλωσσολογίας. Τη γλωσσολογία, λέμε, τη χαρακτηρίζει η εξής ιδιαιτερότητα: στο βαθμό που αυτό είναι δυνατόν, ζητάει να αποκαλύψει ενδιάθετη γλωσσική γνώση. Να σας δώσω ένα παράδειγμα: Ξέρουμε να λέμε μην ορκίζεσαι, μην ακούς, μην έχεις αυταπάτες. Κι ακόμη, ξέρουμε να λέμε οι μη έχοντες εργασία, η μη έγκαιρη αντίδραση. Δεν "ξέρουμε", ωστόσο, να πούμε ότι δεν θα λέγαμε ποτέ οι μην έχοντες εργασία ή η μην έγκαιρη αντίδραση. Δεν ξέρουμε δηλαδή να πούμε ότι το ευφωνικό -ν του μην έχει συντακτικούς περιορισμούς -και, πολύ περισσότερο, δεν είμαστε σε θέση να ορίσουμε τους περιορισμούς αυτούς. Παρ' όλα αυτά τους τηρούμε! Ξέρουμε να "μιλάμε". Δεν είμαστε σε θέση, ωστόσο, πάντοτε να "μιλήσουμε-για" αυτή μας τη γνώση.
Άλλο λοιπόν είναι το "μιλώ μια γλώσσα" -αυτό το κάνουν οι ομιλητές και οι ομιλήτριές της-, κι άλλο είναι το "μιλώ-για μια γλώσσα" (ή για το καθολικό φαινόμενο γλώσσα)- αυτό το κάνει κανονικά η γλωσσολογία. Γενικά, μπορούμε να "μιλάμε-για" μια γλώσσα "μιλώντας" μιαν άλλη γλώσσα (= κάνοντας χρήση μιας άλλης γλώσσας). Ακόμη, μπορούμε να "μιλάμε-για" μια γλώσσα, κι όταν ακόμη δεν είμαστε σε θέση να τη "μιλήσουμε" (= να κάνουμε χρήση της). Ακόμη ακόμη, μπορούμε να "μιλάμε" μια γλώσσα χωρίς ποτέ να θελήσουμε να "μιλήσουμε-για" αυτή τη γλώσσα (ή κι οποιαδήποτε άλλη). Το "μιλώ" λοιπόν δεν ταυτίζεται με το "μιλώ-για" μια γλώσσα. [...]
Το "μιλώ-για" δεν έχει πάντα ως (περιγραφικό) στόχο την ενδιάθετη γνώση της γλώσσας. Μπορεί κανείς να "μιλήσει για" τα προϊόντα αυτής της γνώσης, τα δείγματα λόγου των ομιλητών και των ομιλητριών, με άμεσο στόχο τον έλεγχο και την αξιολόγησή τους και με απώτερο στόχο τη διαμόρφωσή της γνώσης που τα παράγει. Στην περίπτωση αυτή καταργείται ουσιαστικά η διάκριση "μιλώ μια γλώσσα/μιλώ-για μια γλώσσα". Σ' αυτές τις περιπτώσεις του "μιλώ-για", ιδιαίτερα όταν διεκδικούν και γλωσσολογικά ερείσματα, αναφέρομαι με τον νεολογισμό "γλωσσολογήματα" -και αυτό, ευτυχώς, επιτρέπει η γλώσσα: να "μιλάμε-για" το πώς και το τι λένε αυτοί που "μιλούν για" τη γλώσσα."
Ειδικότερα, ως προς τη θέση ότι στο σχολείο πρέπει να "μιλήσουμε-για" την αρχαιοελληνική (γραπτή) γλώσσα στους μαθητές όχι για να τη "μιλήσουν" αλλά για να "μιλήσουν" επάξια τη νεοελληνική, η διάκριση "μιλώ/μιλώ-για", παρατηρεί ο Βελούδης, "μετατρέπεται σε εξίσωση σε ό,τι αφορά τη σύγχρονη ελληνική, και μάλιστα με ένα επιπλέον στοιχείο σύγχυσης: δεν δίνει απλώς προτεραιότητα στο σκέλος του "μιλώ-για" (γραπτό λόγο) η εξίσωση "μιλώ=μιλώ-για" αυτή τη φορά. Επιπλέον, εισηγείται μια περίεργη κατάχρηση της διάκρισης παρελθόν (ιστορία)/παρόν της γλώσσας μας: τα στοιχεία που προσλαμβάνουν από τα αρχαία κείμενα τα παιδιά, ενώ δεν είναι ικανά να τους εξασφαλίσουν κατασκευαστική-παραγωγική σχέση με τον παλαιότερο (γραπτό) λόγο όπου ανήκουν οργανικά, είναι, ως διά μαγείας, ικανά, παρ' όλα αυτά, να τους εξασφαλίσουν κατασκευαστική-παραγωγική σχέση με τον σημερινό (γραπτό και προφορικό) λόγο όπου δεν ανήκουν οργανικά. Πρόκειται για κακοσχεδιασμένη και αντιγλωσσολογική ευχή."
Πριν από κάμποσα χρόνια σε εκπομπή της Ρένας Θεολογίδου στη ΝΕΤ με θέμα την ελληνική γλώσσα (σειρά «Ριμέϊκ») ο Δ. Ν. Μαρωνίτης εξηγούσε τη σχέση ανάμεσα στο γλωσσικό μας παρόν και παρελθόν με τους όρους που χρησιμοποιεί ο Γιάννης Βελούδης.
Τετάρτη, Νοεμβρίου 25, 2009
Δευτέρα, Νοεμβρίου 23, 2009
Η γλώσσα και οι μύθοι της
Τέσσερις γλωσσικούς μύθους συζητάει η γλωσσολόγος (επικ. καθηγ. στο Πανεπιστήμιο Αθηνών) Μάρω Κακριδή-Φερράρι, στη μελέτη της "Μύθοι για τη γλώσσα στην ελληνική εκδοχή τους. Ιδιαιτερότητες, αντοχές, επανερμηνείες" (στον τόμο Μύθοι και ιδεολογήματα στη σύγχρονη Ελλάδα. Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Μωραΐτη 2007, σσ. 199-223). Αντιγράφουμε αποσπασματικά, για λόγους χώρου, τους τρεις από αυτούς.
Μύθοι 1+2: Η εξέλιξη της γλώσσας αποτελεί φθορά και παρακμή (1), και (2) αυτό συμβαίνει, διότι απομακρύνεται από κάποια παλαιότερη μορφή γλώσσας, που ήταν "ορθότερη", "καλύτερη", με δυο λόγια "ανώτερη".
"Στην ελληνική του εκδοχή το στερεότυπο αυτό βασίζεται σε ιστορικά στοιχεία, με την έννοια ότι, αν, έστω και αυθαίρετα, επιλέγεται μία μόνο παλαιότερη περίοδος ως πόλος σύγκρισης, η κλασική, η περίοδος αυτή αναγνωρίζεται πράγματι ως εποχή ιδιαίτερης πολιτισμικής ακμής και άρα ισχυροτάτου πολιτισμικού κύρους. Το ιστορικό αυτό στοιχείο αποκτά όμως μυθοποιητικό και στερεοτυπικό χαρακτήρα, όταν γενικεύεται αυθαίρετα, έτσι ώστε να περιλαμβάνει όχι μόνο την εμφάνιση ενός σημαντικού πολιτισμού, αλλά και την έκφρασή του μέσα από μια γλώσσα που γι' αυτόν το λόγο θεωρείται "ανώτερη" -ή και τη σύνδεσή του, ενδεχομένως, με μια "ανώτερη" φυλή των Ελλήνων... Έτσι, το αποτέλεσμα, η εξέλιξη της εκφραστικής δυνατότητας μιας γλώσσας λόγω της πολυπλοκότητας του πολιτισμού που εκφράζει, μετατρέπεται άρρητα σε αίτιο: όταν χειρίζεται κανείς μια τέτοια "ανώτερη" γλώσσα, δεν μπορεί παρά να συμμετέχει και αυτός σε "ανώτερο" πολιτισμό...
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, όπου λειτουργεί το στερεότυπο της αρχαίας ελληνικής ως "ανώτερης" μορφής γλώσσας (στη γραμματική, τη δομή, το λεξιλόγιο, κλπ), ο άλλος μύθος για την εξίσωση της εξέλιξης μιας γλώσσας με τη φθορά της, έρχεται σαν φυσικό επακόλουθο στον ελληνικό χώρο και αποκτά αυξημένο κύρος, αφού στη συλλογική συνείδηση θεωρείται ότι μπορεί να "τεκμηριωθεί" ιστορικά. Η εξέλιξη μιας γλώσσας, που έφτασε στον κολοφώνα της την κλασική εποχή, δεν μπορεί παρά να αποτελεί φθορά και παρακμή...
Η επανερμηνεία των δύο έτσι και αλλιώς ισχυρότατων, "οικουμενικών" θα λέγαμε, στερεοτύπων στο ελληνικό ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο καθιστά στα μάτια των Ελλήνων την αρχαία ελληνική όχι μόνο "ανώτερη" γλώσσα σε σχέση με άλλες αλλά και "ανώτερη" ποικιλία σε σχέση με άλλες ιστορικές μορφές της ίδιας της ελληνικής, π.χ. τη μεσαιωνική και τη νέα ελληνική. Έτσι κατασκευάζεται και το γνωστό ιδεολόγημα περί ενιαίας ελληνικής γλώσσας, για να γεφυρωθεί, με πολύ συμφέροντα τρόπο, η απόσταση ανάμεσα στην αρχαία και τη νέα. Και αν ο Ελύτης το εκφράζει ποιητικά μέσα από το γνωστό "Ο νικήσαντας τον Άδη και τον Έρωτα σώσαντας, αυτός ο πρίγκιπας των κρίνων είμαι", δεν θα αργήσει ο γλωσσολογικός εξορθολογισμός του, με τις εκπαιδευτικές του προεκτάσεις ή εφαρμογές.
Γενικότερα, ο συνδυασμός των μεταγλωσσικών απόψεων για την εξέλιξη της γλώσσας ως φθοράς, εφόσον απομακρύνεται από την "ανώτερη" αρχαία ελληνική, σχετίζεται με ποικίλες εκπαιδευτικές επιλογές: όχι μόνο εργαλειακού τύπου (π.χ. πόσες ώρες διδάσκονται τα αρχαία σε σχέση με τα νέα ελληνικά), αλλά κυρίως μιας ολόκληρης ιδεολογίας, η οποία αφορά την κατασκευή ενός συνολικού αναλυτικού προγράμματος σε ευθεία σχέση με την οικοδόμηση αυτής της άκριτα αρχαιολατρικής εθνικής ταυτότητας. Η μεταγλωσσική αυτή ιδεολογία, με τα συμπλεκόμενα εθνοκεντρικά και πολλές φορές εθνικιστικά της περιεχόμενα, φαίνεται να διαπνέει το μεγαλύτερο φάσμα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, και μάλιστα σε κάθετη πολιτική τομή: αν και χαρακτηρίζει κατεξοχήν συντηρητικότερους πολιτικούς χώρους, έχει φανατικούς και δραστήριους εκπροσώπους, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, και στον ευρύτερο αριστερό και προοδευτικό χώρο.
Μύθος τρίτος: Λάθη και δάνεια
Πρόκειται για τον μύθο για την κακή χρήση της γλώσσας, την οποία φανερώνουν τα διάφορα λάθη που ακούγονται κυρίως στον προφορικό λόγο, και ιδιαίτερα στα ΜΜΕ, την οποία φανερώνουν επίσης τα πολλά δάνεια από ξένες γλώσσες που παρεισφρέουν κατά τα νεότερα -θεωρείται- χρόνια. Και εδώ πρόκειται για πολύ διαδεδομένα στερεότυπα. Τα συνήθως "ύποπτα" λάθη α) παράγονται κατά κύριο λόγο σε μέρη του συστήματος που αποτελούν εμφανείς εξαιρέσεις γενικότερων τάσεων της γλώσσας (Οκτώμβριος, από ανέκαθεν, να παράγω / να παραγάγω, κλπ.), ή β) αφορούν παρείσφρηση στη γλώσσα-standard τύπων από γλωσσικές ποικιλίες που μιλούν άλλες κοινωνικές ομάδες, με λαϊκότερη ή διαλεκτική γλωσσική προέλευση. Όσο για τον δανεισμό, εκτός από την αγγλική, που για ευνόητους λόγους αντιστρέφει το στερεότυπο, λέγοντας ότι ο δανεισμός δίνει πλούτο και πλαστικότητα σε μια γλώσσα, στις άλλες γλώσσες οι τάσεις καθαρισμού έχουν άμεση σχέση με την εικόνα εθνικής καθαρότητας που θέλουν να παρουσιάσουν οι ομιλητές τους.
Και στις δύο περιπτώσεις, των λαθών και των δανείων, οι προτάσεις για τη "θεραπεία" της ελληνικής γλώσσας προσβλέπουν και πάλι, με ευθύτερο ή λοξότερο τρόπο, στα αρχαία ελληνικά: η "σωστή" μορφή, στην περίπτωση των λαθών, είναι παλαιότερη, η πιο λόγια, αυτή που πλησιάζει περισσότερο την αρχαία ελληνική. Βέβαια, αποτελεί γενικότερο στερεότυπο το ότι η μορφή και η σημασία μιας λέξης, το σημαίνον και το σημαινόμενο δηλαδή, δεν αποτελούν το αποτέλεσμα συμβατικού και αυθαίρετου διακανονισμού και συνεχούς διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο μιας γλωσσικής κοινότητας, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα: θεωρείται, αντίθετα, ότι καθορίζονται μια για πάντα "αληθινά" από την ετυμολογία και την παλαιότερη -κατά κανόνα- γραμματική και σημασιολογική τους ιστορία. Έτσι νεκρανασταίστονται ή και κατασκευάζονται κανόνες για το σαν και το ως, το αφορά σε, την επαναφορά του τελικού -ν, νεκρανασταίστονται ή εφευρίσκονται ορθογραφίες λέξεων σύμφωνα με την "πραγματική" τους ετυμολογία, κλπ.
Ωστόσο, η σύνδεση των συστηματικών λαθών με την εξέλιξη είναι γνωστή στη γλωσσολογία: τα χτεσινά λάθη [...] είναι τα σημερινά σωστά, αυτά που απειλούν τα σημερινά λάθη, δηλαδή τα αυριανά σωστά. Το γλωσσικό λάθος δεν είναι δηλαδή τυχαίο, αλλά κινητοποιείται από μηχανισμούς βασικούς για τη γλώσσα και είναι ένας από τους δρόμους μέσα από τους οποίους αλλάζει μια γλώσσα. Αγνοώντας όμως το γεγονός αυτό, ο συγκεκριμένος μύθος σχετίζεται και αυτός με το μύθο της φθοράς: αν τα συστηματικά λάθη για το γλωσσολόγο δείχνουν την εξέλιξη, για την κοινότητα δείχνουν συγχρόνως, αν όχι αποκλειστικά, και τη φθορά, την απομάκρυνση από το παρελθόν.
Ως προς τα δάνεια πάλι, και εδώ η "θεραπεία" που προτείνεται είναι η αντικατάσταση της μορφής της ξένης λέξης με ελληνική, αναβιώνοντας όσο το δυνατόν τον αρχαίο ελληνικό λεξιλογικό πλούτο, όπως συνέβη κατά την ίδρυση του ελληνικού κράτους... Η "θεραπευτική" αυτή πρόταση σήμερα, εκτός των άλλων, διαχωρίζει κατηγορίες ή ποιότητες εγγραμάτων πολιτών, διαβαθμίσεις "μόρφωσης" δηλαδή, κατά τη γενικότερη αντίληψη: πόσο πιο ωραία ακούγεται το τηλεμαχίες σε σχέση με το ντιμπέιτ, το σκυρόδεμα αντί για το μπετόν, και κυρίως πόσα περισσότερα αποδεικνύουν γι' αυτόν που τα επιλέγει... Και πάλι, δηλαδή, το διακύβευμα... είναι η κατανομή του συμβολικού κεφαλαίου -όχι σαν αίτημα γενίκευσης της μόρφωσης αλλά, αντίθετα, σαν διάκριση: σαν αντίδραση στον μεταπολεμικό εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης, που "εξίσωσε" κατηγορίες πολιτών και ανάγκασε ορισμένες από αυτές να θελήσουν τον επανακαθορισμό τους και μέσα από τη χρήση μιας λογιότερης γλώσσας. Η γνώση της αρχαίας ελληνικής, που υπονοεί αυτή η χρήση, διακρίνει τους συγκεκριμένους ομιλητές από τους υπόλοιπους.
Υ.Γ.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, το ερώτημα γιατί οι εκπαιδευτικοί φιλόλογοι εμπιστεύονται (σύμφωνα τουλάχιστον με τις "δημοσκοπήσεις" των παιδαγωγικών φορέων και των σωματείων τους) τα πάσης φύσεως αρχαιολογήματα για την ελληνική γλώσσα πρέπει κάποτε δημόσια να συζητηθεί.