Στο ίδιο πνεύμα με τον Χριστίδη και στον ίδιο
κειμενικό τόπο αλλά πιο "επιθετικός", ο Claude Brixhe (καθηγ. στο Πανεπ. Nancy), σχολιάζει τις κοινωνικές παραμέτρους που καθόρισαν τον ρόλο των κλασικών γραμμάτων στη γαλλική εκπαίδευση. Οι αναλογίες ωστόσο με την ελληνική πραγματικότητα είναι προφανείς:
"...Σε κάθε εγχείρημα μεταρρύθμισης ακούμε να μιλούν προσωπικότητες, που η θέση τους στην πανεπιστημιακή ή ακαδημαϊκή ιεραρχία τους νομιμοποιεί να πάρουν τον λόγο. Ακούμε, όπως είναι αναμενόμενο, τους εκπροσώπους των σωματειακών ενώσεων οι οποίες, στη δευτεροβάθμια ή την ανώτατη εκπαίδευση, λειτουργούν ως ομάδες πίεσης: (APLAES, CNARELA, APL, SEL, κλπ).
Ο ακαδημαϊκός κόσμος φαίνεται να ζει ένα είδος αιωνιότητας και η ιεράρχηση των αντικειμένων μέσα σ' αυτόν είναι εντυπωσιακά σταθερή. Η τάξη στην οποία ανατράφηκαν οι "εκλεκτοί" των κλασικών γραμμάτων και με την οποία συνδέονται περιελάμβανε "φυσικά" τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά, που η νομιμότητά τους ούτε καν συζητιόταν. Και αντιλαμβάνεται κανείς ότι αισθάνονται μερικές φορές την εξέλιξη σαν να πλησιάζει το τέλος του κόσμου: τολμούν, αυτοί, να "προσβάλλουν" το απρόσβλητο...
Όπως οι γιατροί προασπίζουν τα συμφέροντά τους εν ονόματι της καλής δημόσιας υγείας και οι σιδηροδρομικοί κάνουν το ίδιο για την ποιότητα της δημόσιας υπηρεσίας μεταφορών, έτσι και οι καθηγητές των κλασικών γλωσσών τείνουν να εκλογικεύουν ηθικά και να γενικεύουν τις διεκδικήσεις τους. Υπερασπίζονται τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά καταρχήν ως στοιχεία της κληρονομιάς μας: "Είναι αδύνατο να διαθέτει κανείς κουλτούρα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ή απλά και μόνο κουλτούρα, αν αγνοεί τα έργα του εκλεκτού λαού των θεών, ο οποίος είναι πρωτεργάτης της σκέψης μας, του πολιτισμού μας, των τεχνών μας", διαβάζουμε στον πρόλογο ενός έργου που συντάχθηκε στον Μεσοπόλεμο, αλλά κυκλοφορούσε και χρησιμοποιόταν ακόμη κατά τη δεκαετία του '60 (Georgin, 1960.
Hellas III. Manuel grec. 11η έκδ. Παρίσι, Hatier, σελ. 7)...
Η συζήτηση εξελίσσεται σε κλίμα που συνοδεύεται από την οικονομική και κοινωνική απαξίωση των καθηγητικών επαγγελμάτων, γεγονός που δεν μπορεί παρά να επιτείνει την οξύτητα των εμπλεκομένων. Ο καθηγητής των κλασικών γλωσσών βρίσκεται λίγο-πολύ στη θέση του ιερέα που βλέπει τις εκκλησίες και τα ιεροδιδασκαλεία να αδειάζουν και αμφιβάλλει σοβαρά για την αναπαραγωγή του κόσμου που ο ίδιος ενσαρκώνει. ... Στο πλαίσιο αυτό τα προασπιζόμενα συμφέροντα δεν είναι καθόλου οικονομικής φύσης, αλλά συμβολικής: μια ομάδα υπερασπίζεται τη θέση της στον κοινωνικό χώρο. Μέσω της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής υπερασπίζεται τη συμβολή της τόσο σε μια κουλτούρα όσο και αυτό που τη διαφοροποιεί, κατ' επέκταση την αξία της (Bourdieu, 2002.
Interventions 1961-2001. Μασαλία: Agone, σελ. 209).
Στόχος μου μέχρι εδώ δεν είναι προφανώς να αμφισβητήσω ότι οι κλασικές γλώσσες ανήκουν στην κληρονομιά μας -αυτό αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός- αλλά να υπογραμμίσω ότι η εν λόγω κληρονομιά είναι κοινωνικά σημαδεμένη. Ούτε να υποβάλω σε κριτική τα επιχειρήματα που προβάλλονται, αλλά να κατανομάσω μερικά από αυτά, με τον προφανή κινδυνο να διαφανεί η πιθανή τους αφέλεια....
Είναι γνωστό ότι [τα
ελληνικά] δεν αντιστοιχούσαν μόνο στη γλώσσα, αλλά και στον υλικό και πνευματικό πολιτισμό των Ελλήνων. Αλλά, όπως άλλοτε οι Ρωμαίοι, οι σημερινοί υπερασπιστές των ελληνικών δεν ενδιαφέρονται προφανώς για τους σύγχρονους Έλληνες αλλά για τους Έλληνες του παρελθόντος....Η ελληνική για την οποία γίνεται λόγος είναι η αττική διάλεκτος, αλλά οι συμμετέχοντες στη συζήτηση τις περισσότερες φορές δεν το ομολογούν και υποψιάζομαι ότι ορισμένοι από αυτούς δεν το συνειδητοποιούν καν. Υπάρχει μια "ιεράρχηση", πλήρως εσωτερικευμένη, τομέων και αντικειμένων. Υπάρχουν αντικείμενα "σημαντικά" και άλλα "ασήμαντα": αγνοώντας πιθανόν ότι πριν την εξάπλωση της αττικής ως γλώσσας κοινής, η ελληνική εμφανιζόταν αποκλειστικά με τη μορφή διαλέκτων, ένας ψευδοειδικός του υπουργείου είχε την αλαζονεία μια ημέρα να αντιμετωπίσει το αίτημα αναγνώρισης μιας ομάδας ελληνικής διαλεκτολογίας του Πανεπιστημίου του Nancy με "αρνητική εισήγηση. Επιστήμη περιορισμένη, συνυφασμένη με τις ενασχολήσεις του διδάσκοντος".
Πράγματι, με αφετηρία το πολιτισμικό και πολιτικό γόητρο της κλασικής Αθήνας διαμορφώθηκε στο φαντασιακό του ελληνιστή ένα ιδεολογικό σχήμα στο οποίο η αττική, μία διάλεκτος ανάμεσα στις άλλες από γλωσσολογική άποψη, κατέχει σχεδόν τη θέση της πρότυπης γαλλικής, αυτής που διδάσκει ο δάσκαλος ή ο καθηγητής, πεπεισμένος ότι η γλώσσα
του είναι
η γλώσσα, ενώ οι ελληνικές διάλεκτοι κατέχουν τη θέση των γαλλικών διαλέκτων με τις υπόρρητα αρνητικές συνδηλώσεις που τις συνοδεύουν. Όπως η
γαλλική των σχολείων μας, έτσι και η αττική είναι η μη διάλεκτος, που λειτουργεί ως είδος νόρμας ή τουλάχιστον ως σημείο αναφοράς."