Στη διαδικτυακή αυτή έκδοση συστήνεται ο αναδυόμενος κλάδος των "ψηφιακών ανθρωπιστικών σπουδών" και συζητώνται ανοιχτά ζητήματα που προκύπτουν από την κυκλοφορία του σε τμήματα της ανώτερης κυρίως εκπαίδευσης. Κάντε κλικ στην επόμενη εικόνα για περιήγηση στα περιεχόμενα της έκδοσης.
Κυριακή, Μαρτίου 15, 2015
Σάββατο, Μαρτίου 07, 2015
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 19, 2014
Chatting στην αρχαιότητα
Ήταν γνωστό το διαδικτυακό "κουβεντολόι" (chatting) μεταξύ των ψηφιακών αυτόχθονων στην αρχαιότητα; Στην επόμενη σχεδιαστική αναπαράσταση (εικόνα 1), από μια μελανόμορφη υστεροαρχαϊκή πελίκη του 510 π.Χ. (εικόνα 2), τρεις Αθηναίοι κάνουν chatting: απεικονίζονται καθιστοί, αριστερά, ένας έφηβος και ένας γενειοφόρος άνδρας, ενώ δεξιά ένα αγόρι είναι όρθιο. Και οι τρεις κοιτάζουν προς τα πάνω, με το βλέμμα στραμμένο σε ένα πουλί που πετάει πάνω από τα κεφάλια τους. Από τις επιγραφές που βγαίνουν από το στόμα τους καταλαβαίνουμε ότι ο έφηβος φωνάζει "ΙΔΟ ΧΕΛΙΔΟΝ = ἰδού χελιδών" [δες ένα χελιδώνι], ο άνδρας συμφωνεί "ΝΕ ΤΟΝ ΗΕΡΑΚΛΕΑ = νὴ τὸν ῾Hρακλέα" [Mα τον Hρακλή], ενώ το αγόρι συμπληρώνει "ΗΑΥΤΕΙ = αὑτηί" [νάτο]. Ανάμεσα στον άνδρα και το αγόρι η επιγραφή "ΕΑΡ ΕΔΕ = ἔαρ ἤδη" [ήρθε η άνοιξη] συμπεραίνει το κουβέντιασμα, αν και δεν συνδέεται άμεσα με κάποια από τις τρεις απεικονιζόμενες συνομιλούσες μορφές.
Η αρχαιολόγος Έλενα Walter-Καρύδη στην πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη της "When the Athenians liked to chat" (στο Π. Βαλαβάνης, & Ε. Μανακίδου, επιμ., ΕΓΡΑΦΣΕΝ καἰ ΕΠΟΙΕΣΕΝ, Θεσσαλονίκη 2014, 191-205) εντάσσει την καταγεγραμμένη αυτή προφορική συνομιλία στις αγγειογραφικές επιγραφές που θα μπορούσαν τιτλοφορηθούν ως “chatting”. Άλλοι τις ονομάζουν "επιγραφές συννεφόλεξα" (bubble inscriptions) - όρος που κι αυτός παραπέμπει στα "μπαλόνια με λόγια" των σύγχρονων κόμιξ. Οι επιγραφές της "κουβέντας", επισημαίνει στη μελέτη της η Έ. Walter-Καρύδη, συνδυάζοντας την εικόνα με τη γραφή και τη φωνή, εμφανίζονται στις υστεροαρχαϊκές αγγειογραφίες της Αττικής (530-480 π.Χ.), παρέχοντάς μας σημαντικές πληροφορίες τόσο για την "επιτελεστική" λειτουργία των γραπτών επιγραφών στα αγγεία από απλούς ανθρώπους όσο και για την εξέλιξη του πολιτιστικού αυτού φαινομένου, που αντανακλούσε τις εκάστοτε αλλαγές στη νοοτροπία των Αθηναίων.
εικόνα (1): Μελανόμορφη πελίκη (περ. 510 π.Χ.)
[Κατά τον Lissarrague 1992, fig. 12]
[Κατά τον Lissarrague 1992, fig. 12]
Η αρχαιολόγος Έλενα Walter-Καρύδη στην πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη της "When the Athenians liked to chat" (στο Π. Βαλαβάνης, & Ε. Μανακίδου, επιμ., ΕΓΡΑΦΣΕΝ καἰ ΕΠΟΙΕΣΕΝ, Θεσσαλονίκη 2014, 191-205) εντάσσει την καταγεγραμμένη αυτή προφορική συνομιλία στις αγγειογραφικές επιγραφές που θα μπορούσαν τιτλοφορηθούν ως “chatting”. Άλλοι τις ονομάζουν "επιγραφές συννεφόλεξα" (bubble inscriptions) - όρος που κι αυτός παραπέμπει στα "μπαλόνια με λόγια" των σύγχρονων κόμιξ. Οι επιγραφές της "κουβέντας", επισημαίνει στη μελέτη της η Έ. Walter-Καρύδη, συνδυάζοντας την εικόνα με τη γραφή και τη φωνή, εμφανίζονται στις υστεροαρχαϊκές αγγειογραφίες της Αττικής (530-480 π.Χ.), παρέχοντάς μας σημαντικές πληροφορίες τόσο για την "επιτελεστική" λειτουργία των γραπτών επιγραφών στα αγγεία από απλούς ανθρώπους όσο και για την εξέλιξη του πολιτιστικού αυτού φαινομένου, που αντανακλούσε τις εκάστοτε αλλαγές στη νοοτροπία των Αθηναίων.
εικόνα (2): Μελανόμορφη πελίκη (περ. 510 π.Χ.)
[Αγία Πετρούπολη, Μουσείο Ερμιτάζ]
[Αγία Πετρούπολη, Μουσείο Ερμιτάζ]
Ετικέτες
αρχαιολογία,
Walter-Καρύδη
Σάββατο, Σεπτεμβρίου 20, 2014
Αφιέρωμα στην Αρχαία Αθήνα
Αφιερωμένο στην αρχαία Αθήνα είναι το Δεύτερο μέρος της "Ιστορίας μιας πόλης" του περιοδικού LIFO, που κυκλοφορεί δωρεάν. Έξυπνα, ζωντανά και διασταυρωμένα με το σήμερα κείμενα που εμπλουτίζουν τη σχετική σχολική γνώση.
Το Πρώτο μέρος ήταν αφιερωμένο στην ιστορία της νεότερης Αθήνας:
Ετικέτες
αρχαία Αθήνα
Τετάρτη, Απριλίου 16, 2014
"Ελληνοκεντρισμός" (κατά τον Π. Κονδύλη: 1943─1998)
[...] Καθώς το έθνος και το κράτος έμειναν ασύμμετρα μεγέθη στη νεοελληνική ιστορία (όσο κι αν το έθνος σμικρύνθηκε με διαδοχικούς ακρωτηριασμούς), καθώς δηλαδή το έθνος δεν μπήκε ποτέ εξ ολοκλήρου στα όρια του κράτους για να υποστεί την εκλογίκευση των σύγχρονων θεσμών, κρατήθηκε στη σφαίρα του μύθου, ή μάλλον αποτέλεσε τον ίδιο τον μύθο που χρησίμευσε ως άξονας της νεοελληνικής ιδεολογίας. Ο νεοελληνικός μύθος αναφέρεται λοιπόν στο έθνος και όχι στο κράτος, είναι προϊόν της ιστορικής και ιδεολογικής κατίσχυσης ενός εννοιολογικά ασαφούς έθνους απέναντι στο αστικό εθνικό κράτος και ονομάζεται, μ' έναν πολυσήμαντο όρο, "ελληνοκεντρισμός".
Η πολυσημία του όρου αντιστοιχεί στην πολυσημία ενός έθνους ιστορικά και εννοιολογικά αποσυνδεδεμένου από το αστικό εθνικό κράτος και έχει ως συνέπεια να φορτίζεται ό,τι εκάστοτε χαρακτηρίζεται ως "ελληνικό" με στοιχεία και γνωρίσματα μη επιδεχόμενα σαφείς ιστορικούς και κοινωνιολογικούς προσδιορισμούς. Ο ελληνοκεντρισμός θα μπορούσε να είναι κατά βάση μονοσήμαντος, αν είχε υποσταχθεί απόλυτα και μόνιμα στα αιτήματα ενός σύγχρονου αστικού εθνικισμού, για να χρησιμεύσει ως μέσο συσπείρωσης ολόκληρου του έθνους για αστικούς σκοπούς. Όμως υπό τις δεδομένες συνθήκες έγινε το αντίθετο: ο αστικός εθνικισμός απορροφήθηκε από τον ελληνοκεντρισμό και στο πλαίσιό του αναμίχθηκε και συμβιβάστηκε με προαστικές αντιλήψεις περί έθνους, φυλής κτλ, χωρίς να μπορέσει παράλληλα να επιβάλει τα ειδοποιά του γνωρίσματα, οπότε η ανάμιξη αυτή μάλλον θα τον ισχυροποιούσε παρά θα τον εξασθένιζε.
Μέσα από τη θετική ή αρνητική, μερική ή ολική αντιπαράθεση, συμπαράθεση ή επικάλυψη αστικού και πατριαρχικού εθνικισμού διαμορφώθηκε η πολυσημία του ελληνοκεντρισμού, η οποία του επέτρεψε να εκπληρώσει τη λειτουργία της κατ' εξοχήν νεοελληνικής ιδεολογίας, εφόσον στην ασαφή και κυμαινόμενη γλώσσα του μπορούσαν να αρθρωθούν πολλές και ποικίλες τάσεις. Καθώς όμως η κάθε μία από τις τάσεις αυτές επιδίωκε, όπως είναι ευνόητο, να μονοπωλήσει τον χώρο του ελληνοκεντρισμού προβάλλοντας τα δικά της συμφέροντα και αιτήματα ως συμφέροντα και αιτήματα ολοκλήρου του έθνους, ο ελληνοκεντρισμός δεν αποτέλεσε μονάχα κοινό παρανομαστή, αλλά ταυτόχρονα και πεδίο μάχης, στο οποίο έπρεπε να να επικρατήσει όποιος ήθελε να εγείρει αξιώσεις κοινωνικής, πολιτικής ή ιδεολογικής κυριαρχίας στο ελληνικό περιβάλλον.
Η πρώτη μορφή ελληνοκεντρισμού και συνάμα η πρώτη μορφή σύγχρονης εθνικής συνείδησης υπήρξε ο κλασικισμός, δηλαδή η στροφή προς την αρχαία Ελλάδα ως πηγή άντλησης ουσιωδών κοσμοθεωρητικών και βιοπρακτικών απόψεων και επίσης ως πρότυπο, η δημιουργική μίμηση του οποίου φαινόταν ο καλύτερος δρόμος για την αναγέννηση του ελληνικού έθνους. Τούτος ο κλασσικιστικός-ανθρωπιστικός ελληνοκεντρισμός, ο οποίος απέδιδε τη (δυνητική) προνομιακή θέση του νέου Ελληνισμού στο γεγονός της άμεσης καταγωγής του από τους φορείς ενός πολιτισμού με πανανθρώπινη σημασία, δηλαδή του αρχαιοελληνικού, πρωτοεμφανίσθηκε και γνώρισε την πρώτη θεωρητική του επεξεργασία στα προεπαναστατικά παροικιακά κέντρα της δυτικής Ευρώπης.
Υπήρξαν βέβαια και (αριστερές) μειοψηφίες, οι οποίες στήριξαν τις δικές τους αξιώσεις κυριαρχίας σε διεθνιστικά ιδεολογήματα, όμως αυτές ποτέ δεν μπόρεσαν, ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο, να ασκήσουν ευρύτερη επιρροή - κι όποτε την άσκησαν, αυτό έγινε επειδή υιοθέτησαν (και) πατριωτικά ή εθνικά συνθήματα. Σήμερα πάντως η αριστερά, η οποία επί δεκαετίες είχε το σθένος να λέει ότι το νεοελληνικό έθνος είναι φυλετικό και πολιτισμικό προϊόν των τελευταίων αιώνων και ότι η ιστορία του δεν νοείται έξω από τις συνυφάνσεις της με την ιστορία των υπολοίπων βαλκανικών εθνικοτήτων, έχει ενστερνισθεί στο σύνολό της, ρητά ή σιωπηρά, τις ελληνοκεντρικές θέσεις και σταμάτησε εντελώς κάθε ιδεολογική πολεμική στα θέματα του περιούσιου λαού και της τρισχιλιετούς ιστορίας, κάνοντας έτσι μιαν άμεση ή έμμεση αναδίπλωση σ' ένα κρίσιμο σημείο.
Στην πραγματικότητα η ιδεολογική επιβολή του ελληνοκεντρισμού ήταν αναπόδραστη μέσα στις συγκεκριμένες νεοελληνικές συνθήκες. Γιατί μόνον αυτός μπορούσε, ακριβώς χάρη στην ασάφειά του, να γεφυρώνει τις διαφορετικές αντιλήψεις για το έθνος, οι οποίες ήσαν παράλληλα ενεργές, κι έτσι να συνενώνει προς τα έξω δυνάμεις ετερογενείς προς τα έσω. Μόνον αυτός μπορούσε να περιβάλει με υψηλούς νομιμοποιητικούς τίτλους και να κάμει ηθικά ενδιαφέρουσες για τη διεθνή γνώμη τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις, και μάλιστα σε χώρους εθνολογικά και πολιτικά διαμφισβητήσιμους [...]
Η πολυσημία του όρου αντιστοιχεί στην πολυσημία ενός έθνους ιστορικά και εννοιολογικά αποσυνδεδεμένου από το αστικό εθνικό κράτος και έχει ως συνέπεια να φορτίζεται ό,τι εκάστοτε χαρακτηρίζεται ως "ελληνικό" με στοιχεία και γνωρίσματα μη επιδεχόμενα σαφείς ιστορικούς και κοινωνιολογικούς προσδιορισμούς. Ο ελληνοκεντρισμός θα μπορούσε να είναι κατά βάση μονοσήμαντος, αν είχε υποσταχθεί απόλυτα και μόνιμα στα αιτήματα ενός σύγχρονου αστικού εθνικισμού, για να χρησιμεύσει ως μέσο συσπείρωσης ολόκληρου του έθνους για αστικούς σκοπούς. Όμως υπό τις δεδομένες συνθήκες έγινε το αντίθετο: ο αστικός εθνικισμός απορροφήθηκε από τον ελληνοκεντρισμό και στο πλαίσιό του αναμίχθηκε και συμβιβάστηκε με προαστικές αντιλήψεις περί έθνους, φυλής κτλ, χωρίς να μπορέσει παράλληλα να επιβάλει τα ειδοποιά του γνωρίσματα, οπότε η ανάμιξη αυτή μάλλον θα τον ισχυροποιούσε παρά θα τον εξασθένιζε.
Μέσα από τη θετική ή αρνητική, μερική ή ολική αντιπαράθεση, συμπαράθεση ή επικάλυψη αστικού και πατριαρχικού εθνικισμού διαμορφώθηκε η πολυσημία του ελληνοκεντρισμού, η οποία του επέτρεψε να εκπληρώσει τη λειτουργία της κατ' εξοχήν νεοελληνικής ιδεολογίας, εφόσον στην ασαφή και κυμαινόμενη γλώσσα του μπορούσαν να αρθρωθούν πολλές και ποικίλες τάσεις. Καθώς όμως η κάθε μία από τις τάσεις αυτές επιδίωκε, όπως είναι ευνόητο, να μονοπωλήσει τον χώρο του ελληνοκεντρισμού προβάλλοντας τα δικά της συμφέροντα και αιτήματα ως συμφέροντα και αιτήματα ολοκλήρου του έθνους, ο ελληνοκεντρισμός δεν αποτέλεσε μονάχα κοινό παρανομαστή, αλλά ταυτόχρονα και πεδίο μάχης, στο οποίο έπρεπε να να επικρατήσει όποιος ήθελε να εγείρει αξιώσεις κοινωνικής, πολιτικής ή ιδεολογικής κυριαρχίας στο ελληνικό περιβάλλον.
Η πρώτη μορφή ελληνοκεντρισμού και συνάμα η πρώτη μορφή σύγχρονης εθνικής συνείδησης υπήρξε ο κλασικισμός, δηλαδή η στροφή προς την αρχαία Ελλάδα ως πηγή άντλησης ουσιωδών κοσμοθεωρητικών και βιοπρακτικών απόψεων και επίσης ως πρότυπο, η δημιουργική μίμηση του οποίου φαινόταν ο καλύτερος δρόμος για την αναγέννηση του ελληνικού έθνους. Τούτος ο κλασσικιστικός-ανθρωπιστικός ελληνοκεντρισμός, ο οποίος απέδιδε τη (δυνητική) προνομιακή θέση του νέου Ελληνισμού στο γεγονός της άμεσης καταγωγής του από τους φορείς ενός πολιτισμού με πανανθρώπινη σημασία, δηλαδή του αρχαιοελληνικού, πρωτοεμφανίσθηκε και γνώρισε την πρώτη θεωρητική του επεξεργασία στα προεπαναστατικά παροικιακά κέντρα της δυτικής Ευρώπης.
Υπήρξαν βέβαια και (αριστερές) μειοψηφίες, οι οποίες στήριξαν τις δικές τους αξιώσεις κυριαρχίας σε διεθνιστικά ιδεολογήματα, όμως αυτές ποτέ δεν μπόρεσαν, ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο, να ασκήσουν ευρύτερη επιρροή - κι όποτε την άσκησαν, αυτό έγινε επειδή υιοθέτησαν (και) πατριωτικά ή εθνικά συνθήματα. Σήμερα πάντως η αριστερά, η οποία επί δεκαετίες είχε το σθένος να λέει ότι το νεοελληνικό έθνος είναι φυλετικό και πολιτισμικό προϊόν των τελευταίων αιώνων και ότι η ιστορία του δεν νοείται έξω από τις συνυφάνσεις της με την ιστορία των υπολοίπων βαλκανικών εθνικοτήτων, έχει ενστερνισθεί στο σύνολό της, ρητά ή σιωπηρά, τις ελληνοκεντρικές θέσεις και σταμάτησε εντελώς κάθε ιδεολογική πολεμική στα θέματα του περιούσιου λαού και της τρισχιλιετούς ιστορίας, κάνοντας έτσι μιαν άμεση ή έμμεση αναδίπλωση σ' ένα κρίσιμο σημείο.
Στην πραγματικότητα η ιδεολογική επιβολή του ελληνοκεντρισμού ήταν αναπόδραστη μέσα στις συγκεκριμένες νεοελληνικές συνθήκες. Γιατί μόνον αυτός μπορούσε, ακριβώς χάρη στην ασάφειά του, να γεφυρώνει τις διαφορετικές αντιλήψεις για το έθνος, οι οποίες ήσαν παράλληλα ενεργές, κι έτσι να συνενώνει προς τα έξω δυνάμεις ετερογενείς προς τα έσω. Μόνον αυτός μπορούσε να περιβάλει με υψηλούς νομιμοποιητικούς τίτλους και να κάμει ηθικά ενδιαφέρουσες για τη διεθνή γνώμη τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις, και μάλιστα σε χώρους εθνολογικά και πολιτικά διαμφισβητήσιμους [...]
Εγγραφή σε: