Στο μονόπρακτο θεατρικό έργο του άγγλου Τέρενς Ράτιγκαν "Η εκδοχή του Μπράουνινγκ", σε νεοελληνική μετάφραση του Δήμου Κουβίδη, ένας μεσήλικας φιλόλογος (ο Άντριου Κρόκερ-Χάρις), που διδάσκει με τον γνωστό αναχρονιστικό τρόπο κλασικά γράμματα σε δεκαπεντάχρονους μαθητές ενός αγγλικού ιδιωτικού σχολείου, υποχρεώνεται σε πρόωρη συνταξιοδότηση λόγω καρδιολογικού προβλήματος. Στη βλάβη αυτή (προσδοκώμενη ίσως για ένα παλιομοδίτη εκπαιδευτικό, ο οποίος έχει χάσει την επαφή με την τάξη του - "Χίμλερ" μαθαίνει ότι τον αποκαλούν οι μαθητές) προστίθεται η αποτυχημένη του συζυγική ζωή. Ο γέρο-Crock (= "σαράβαλο") "έχει παντρευτεί" την όμορφη Μίλυ, που κάνει τα πάντα για να αποτελειώσει τον ξοφλημένο άντρα της και να απολαύσει, μάταια, τον έρωτά της με ένα συνάδελφό του, τον Φρανκ, "προοδευτικό" καθηγητή της Φυσικής στο ίδιο σχολείο.
Πρόσωπο-κλειδί στο έργο είναι ένας μαθητής του Κρόκερ-Χάρις, ο Τάπλοου, ο οποίος υφίσταται, στην τάξη και στο "ιδιαίτερο", τις βλαβερές συνέπειες της "πειθαρχίας" του δύστροπου καθηγητή του, που του μαθαίνει, μεταφράζοντας λέξη προς λέξη σε αρχαΐζοντα αγγλικά, τον "Αγαμέμνονα" του Αισχύλου. Ο νεαρός, ωστόσο, παρά την "αηδία" που του προκαλεί το μάθημα του γέρο-Κροκ (εννοώντας τον τρόπο διδασκαλίας: "ένα σωρό ελληνικές λέξεις αραδιασμένες μαζί και να τις αντιγράφεις πενήντα φορές αν τις μεταφράσεις λάθος"), κατά βάθος συμπαθεί (και από λύπη) τον δάσκαλό του. Κατά τραγικό τρόπο όμως η εκδήλωση της μαθητικής συμπάθειας γίνεται η αφορμή της κατάρρευσης του Κρόκερ-Χάρις: ο Τάπλοου του δωρίζει, αποχαιρετώντας τον, μια μετάφραση, από δεύτερο χέρι, του αισχυλικού "Αγαμέμνονα" στην αρχαΐζουσα εκδοχή του Ρόμπερτ Μπράουνινγκ (1887) με μια αφιέρωση σε προσεγμένα ελληνικά ("τὸν κρατοῦντα μαλθακῶς / θεὸς πρόσωθεν εὐμενῶς προσδέρκεται", στ. 951-952 = "Από ψηλά ο Θεός βλέπει με ευμένεια τον άρχοντα που κυβερνάει με επιείκεια"). Τη σημαδιακή αυτή φράση λέει ο Αγαμέμνων στην ομώνυμη τραγωδία, λίγο πριν την δολοφονική του εξόντωση από την Κλυταιμνήστρα. Το τραγικό, έτσι, τέλος του στρατηλάτη των Αχαιών καθρεφτίζεται, κατά κάποιον τρόπο, στο αντίστοιχο "τέλος" του Κρόκερ-Χάρις, καθώς αναγνωρίζεται ότι, τον ίδιον τουλάχιστον, ο θεός τον αγνόησε, ενώ δεν ήταν επιεικής δάσκαλος και, όπως ο ίδιος ομολογεί στον παρασύζυγο Φρανκ, απέτυχε πλήρως στον γάμο με μια γυναίκα που ουσιαστικά "τον έχει σκοτώσει".
Στο μικροσκοπικό αυτό δράμα περνούν αρκετές εμπειρίες τις οποίες έζησε ο Ράτιγκαν την περίοδο της μαθητείας του στα κλασικά γράμματα, στο κολέγιο Χάροου το 1925-1930. Το θεατρικό παράδειγμα του Κρόκερ-Χάρις ανιχνεύεται στο πραγματικό πρόσωπο του Κοκ Νόρις, ενός φιλολόγου εκπαιδευτικού στο Χάροου, που, όπως ο πρωταγωνιστής του μονόπρακτου, αν και απόφοιτος με περγαμηνές της Οξφόρδης, δίδασκε τον "Αγαμέμνονα" του Αισχύλου στους μαθητές με τον πιο ξερό και άμουσο τρόπο. Ο Ράτιγκαν γνώριζε, αλλά δεν είχε ο ίδιος καθηγητή τον Κοκ Νόρις. Χρησιμοποίησε ωστόσο στο έργο του την ιδιαίτερη σχέση που είχε με έναν άλλο εκπαιδευτικό στο ίδιο σχολείο, και η οποία αποτυπώνεται στη σκηνή με το δώρο του νεαρού Τάπλοου (Th. Palaima, "The Browning's Version and Classical Greek", στο
Noctes Atticae. Museum Tusculanum Press, University of Copenhagen, 2002, 199-214). Είναι, επίσης, πιθανό, όταν ανέβαινε η "Εκδοχή του Μπράουνινγκ" (το 1948), ο Ράτιγκαν να είχε υπόψη του προηγούμενο κινηματογραφικό έργο, σε σενάριο του Μπέργκμαν, το
"HETS" (1944), στο οποίο πρωταγωνιστεί ένας παράφρων δάσκαλος των Λατινικών, που αποκαλείται "Καλιγούλας".
Σκηνή από το Hets
Κατά μία έννοια, ο αισχυλικός "Αγαμέμνων" είναι ο ουσιαστικός πρωταγωνιστής στο έργο του Ράτιγκαν, θέτοντας ερωτήματα όσον αφορά τόσο τη διαχρονική κρίση των κλασικών γραμμάτων όσο και, κυρίως, τον εκάστοτε συγχρονικό τρόπο πρόσληψής τους από νεότερους και σημερινούς. Ο Ράτιγκαν εδώ δεν προσθέτει κάτι νέο, πέρα από το να δείχνει, με ευφυέστατο δραματικό τρόπο, πώς η εκμάθηση των κλασικών γλωσσών λειτούργησε ως μέσο αναπαραγωγής των κοινωνικών διακρίσεων, όπου, ενόψει του «άχρηστου» κοινωνικού κύρους, απωθήθηκε, μέσω τυπολατρικών, "σαράβαλων" διδακτικών πρακτικών και διαμεσολαβητών, η ενεργητική εμπλοκή και η διαλογική σχέση των μαθητευόμενων με τους κλασικούς, τα γράμματα και τον πολιτισμό τους. Και σε όλη αυτή την παρατεινόμενη καταθλιπτική ιστορία της διδασκαλίας των Αρχαίων στον δυτικό κόσμο (ανεπτυγμένο και υπανάπτυκτο) είναι, κυρίως, το ζητούμενο της σύγχρονης-ζωντανής μετάφρασης που, παρά τη συστηματική της απώθηση στον σχολικό χώρο, επιτρέπει τη δημιουργική μαθητεία δίπλα σε λίγους, ώριμους δασκάλους που, παρά τα χρόνια τους, αναγνωρίζουν την πολύτιμη παιδαγωγική της αξία και σημασία.
Τόσο στο μονόπρακτο του Ράτιγκαν όσο και στην επόμενη σκηνή (από τη "μεταφορά" του έργου του στον κινηματογράφο, το 1951) ο μαθητής έχει φτάσει περίπου εκεί που ήταν κάποτε ο σχολαστικός δάσκαλός του: όταν στη νεότητά του, για δική του ευχαρίστηση αλλά και για τη συγκίνηση των άλλων, δούλευε την "ελεύθερη" μετάφραση του "Αγαμέμνονα", όπως τώρα ο Τάπλοου: όχι μεταφράζοντας λέξη προς λέξη, αλλά σαν να "συνεργαζόταν" με τον Αισχύλο, δημιουργώντας αποτελέσματα που, μέσα στην ατέλειά τους, ήταν σχεδόν πιο ωραία από το πρωτότυπο.