Πέμπτη, Ιουλίου 16, 2015
Τετάρτη, Μαΐου 06, 2015
Κυριακή, Μαρτίου 15, 2015
Debates in Digital Humanities
Στη διαδικτυακή αυτή έκδοση συστήνεται ο αναδυόμενος κλάδος των "ψηφιακών ανθρωπιστικών σπουδών" και συζητώνται ανοιχτά ζητήματα που προκύπτουν από την κυκλοφορία του σε τμήματα της ανώτερης κυρίως εκπαίδευσης. Κάντε κλικ στην επόμενη εικόνα για περιήγηση στα περιεχόμενα της έκδοσης.
Ετικέτες
ψηφιακές ανθρωπιστικές σπουδές
Σάββατο, Μαρτίου 07, 2015
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 19, 2014
Chatting στην αρχαιότητα
Ήταν γνωστό το διαδικτυακό "κουβεντολόι" (chatting) μεταξύ των ψηφιακών αυτόχθονων στην αρχαιότητα; Στην επόμενη σχεδιαστική αναπαράσταση (εικόνα 1), από μια μελανόμορφη υστεροαρχαϊκή πελίκη του 510 π.Χ. (εικόνα 2), τρεις Αθηναίοι κάνουν chatting: απεικονίζονται καθιστοί, αριστερά, ένας έφηβος και ένας γενειοφόρος άνδρας, ενώ δεξιά ένα αγόρι είναι όρθιο. Και οι τρεις κοιτάζουν προς τα πάνω, με το βλέμμα στραμμένο σε ένα πουλί που πετάει πάνω από τα κεφάλια τους. Από τις επιγραφές που βγαίνουν από το στόμα τους καταλαβαίνουμε ότι ο έφηβος φωνάζει "ΙΔΟ ΧΕΛΙΔΟΝ = ἰδού χελιδών" [δες ένα χελιδώνι], ο άνδρας συμφωνεί "ΝΕ ΤΟΝ ΗΕΡΑΚΛΕΑ = νὴ τὸν ῾Hρακλέα" [Mα τον Hρακλή], ενώ το αγόρι συμπληρώνει "ΗΑΥΤΕΙ = αὑτηί" [νάτο]. Ανάμεσα στον άνδρα και το αγόρι η επιγραφή "ΕΑΡ ΕΔΕ = ἔαρ ἤδη" [ήρθε η άνοιξη] συμπεραίνει το κουβέντιασμα, αν και δεν συνδέεται άμεσα με κάποια από τις τρεις απεικονιζόμενες συνομιλούσες μορφές.
Η αρχαιολόγος Έλενα Walter-Καρύδη στην πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη της "When the Athenians liked to chat" (στο Π. Βαλαβάνης, & Ε. Μανακίδου, επιμ., ΕΓΡΑΦΣΕΝ καἰ ΕΠΟΙΕΣΕΝ, Θεσσαλονίκη 2014, 191-205) εντάσσει την καταγεγραμμένη αυτή προφορική συνομιλία στις αγγειογραφικές επιγραφές που θα μπορούσαν τιτλοφορηθούν ως “chatting”. Άλλοι τις ονομάζουν "επιγραφές συννεφόλεξα" (bubble inscriptions) - όρος που κι αυτός παραπέμπει στα "μπαλόνια με λόγια" των σύγχρονων κόμιξ. Οι επιγραφές της "κουβέντας", επισημαίνει στη μελέτη της η Έ. Walter-Καρύδη, συνδυάζοντας την εικόνα με τη γραφή και τη φωνή, εμφανίζονται στις υστεροαρχαϊκές αγγειογραφίες της Αττικής (530-480 π.Χ.), παρέχοντάς μας σημαντικές πληροφορίες τόσο για την "επιτελεστική" λειτουργία των γραπτών επιγραφών στα αγγεία από απλούς ανθρώπους όσο και για την εξέλιξη του πολιτιστικού αυτού φαινομένου, που αντανακλούσε τις εκάστοτε αλλαγές στη νοοτροπία των Αθηναίων.
εικόνα (1): Μελανόμορφη πελίκη (περ. 510 π.Χ.)
[Κατά τον Lissarrague 1992, fig. 12]
[Κατά τον Lissarrague 1992, fig. 12]
Η αρχαιολόγος Έλενα Walter-Καρύδη στην πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη της "When the Athenians liked to chat" (στο Π. Βαλαβάνης, & Ε. Μανακίδου, επιμ., ΕΓΡΑΦΣΕΝ καἰ ΕΠΟΙΕΣΕΝ, Θεσσαλονίκη 2014, 191-205) εντάσσει την καταγεγραμμένη αυτή προφορική συνομιλία στις αγγειογραφικές επιγραφές που θα μπορούσαν τιτλοφορηθούν ως “chatting”. Άλλοι τις ονομάζουν "επιγραφές συννεφόλεξα" (bubble inscriptions) - όρος που κι αυτός παραπέμπει στα "μπαλόνια με λόγια" των σύγχρονων κόμιξ. Οι επιγραφές της "κουβέντας", επισημαίνει στη μελέτη της η Έ. Walter-Καρύδη, συνδυάζοντας την εικόνα με τη γραφή και τη φωνή, εμφανίζονται στις υστεροαρχαϊκές αγγειογραφίες της Αττικής (530-480 π.Χ.), παρέχοντάς μας σημαντικές πληροφορίες τόσο για την "επιτελεστική" λειτουργία των γραπτών επιγραφών στα αγγεία από απλούς ανθρώπους όσο και για την εξέλιξη του πολιτιστικού αυτού φαινομένου, που αντανακλούσε τις εκάστοτε αλλαγές στη νοοτροπία των Αθηναίων.
εικόνα (2): Μελανόμορφη πελίκη (περ. 510 π.Χ.)
[Αγία Πετρούπολη, Μουσείο Ερμιτάζ]
[Αγία Πετρούπολη, Μουσείο Ερμιτάζ]
Ετικέτες
αρχαιολογία,
Walter-Καρύδη
Σάββατο, Σεπτεμβρίου 20, 2014
Αφιέρωμα στην Αρχαία Αθήνα
Αφιερωμένο στην αρχαία Αθήνα είναι το Δεύτερο μέρος της "Ιστορίας μιας πόλης" του περιοδικού LIFO, που κυκλοφορεί δωρεάν. Έξυπνα, ζωντανά και διασταυρωμένα με το σήμερα κείμενα που εμπλουτίζουν τη σχετική σχολική γνώση.
Το Πρώτο μέρος ήταν αφιερωμένο στην ιστορία της νεότερης Αθήνας:
Ετικέτες
αρχαία Αθήνα
Τετάρτη, Απριλίου 16, 2014
"Ελληνοκεντρισμός" (κατά τον Π. Κονδύλη: 1943─1998)
[...] Καθώς το έθνος και το κράτος έμειναν ασύμμετρα μεγέθη στη νεοελληνική ιστορία (όσο κι αν το έθνος σμικρύνθηκε με διαδοχικούς ακρωτηριασμούς), καθώς δηλαδή το έθνος δεν μπήκε ποτέ εξ ολοκλήρου στα όρια του κράτους για να υποστεί την εκλογίκευση των σύγχρονων θεσμών, κρατήθηκε στη σφαίρα του μύθου, ή μάλλον αποτέλεσε τον ίδιο τον μύθο που χρησίμευσε ως άξονας της νεοελληνικής ιδεολογίας. Ο νεοελληνικός μύθος αναφέρεται λοιπόν στο έθνος και όχι στο κράτος, είναι προϊόν της ιστορικής και ιδεολογικής κατίσχυσης ενός εννοιολογικά ασαφούς έθνους απέναντι στο αστικό εθνικό κράτος και ονομάζεται, μ' έναν πολυσήμαντο όρο, "ελληνοκεντρισμός".
Η πολυσημία του όρου αντιστοιχεί στην πολυσημία ενός έθνους ιστορικά και εννοιολογικά αποσυνδεδεμένου από το αστικό εθνικό κράτος και έχει ως συνέπεια να φορτίζεται ό,τι εκάστοτε χαρακτηρίζεται ως "ελληνικό" με στοιχεία και γνωρίσματα μη επιδεχόμενα σαφείς ιστορικούς και κοινωνιολογικούς προσδιορισμούς. Ο ελληνοκεντρισμός θα μπορούσε να είναι κατά βάση μονοσήμαντος, αν είχε υποσταχθεί απόλυτα και μόνιμα στα αιτήματα ενός σύγχρονου αστικού εθνικισμού, για να χρησιμεύσει ως μέσο συσπείρωσης ολόκληρου του έθνους για αστικούς σκοπούς. Όμως υπό τις δεδομένες συνθήκες έγινε το αντίθετο: ο αστικός εθνικισμός απορροφήθηκε από τον ελληνοκεντρισμό και στο πλαίσιό του αναμίχθηκε και συμβιβάστηκε με προαστικές αντιλήψεις περί έθνους, φυλής κτλ, χωρίς να μπορέσει παράλληλα να επιβάλει τα ειδοποιά του γνωρίσματα, οπότε η ανάμιξη αυτή μάλλον θα τον ισχυροποιούσε παρά θα τον εξασθένιζε.
Μέσα από τη θετική ή αρνητική, μερική ή ολική αντιπαράθεση, συμπαράθεση ή επικάλυψη αστικού και πατριαρχικού εθνικισμού διαμορφώθηκε η πολυσημία του ελληνοκεντρισμού, η οποία του επέτρεψε να εκπληρώσει τη λειτουργία της κατ' εξοχήν νεοελληνικής ιδεολογίας, εφόσον στην ασαφή και κυμαινόμενη γλώσσα του μπορούσαν να αρθρωθούν πολλές και ποικίλες τάσεις. Καθώς όμως η κάθε μία από τις τάσεις αυτές επιδίωκε, όπως είναι ευνόητο, να μονοπωλήσει τον χώρο του ελληνοκεντρισμού προβάλλοντας τα δικά της συμφέροντα και αιτήματα ως συμφέροντα και αιτήματα ολοκλήρου του έθνους, ο ελληνοκεντρισμός δεν αποτέλεσε μονάχα κοινό παρανομαστή, αλλά ταυτόχρονα και πεδίο μάχης, στο οποίο έπρεπε να να επικρατήσει όποιος ήθελε να εγείρει αξιώσεις κοινωνικής, πολιτικής ή ιδεολογικής κυριαρχίας στο ελληνικό περιβάλλον.
Η πρώτη μορφή ελληνοκεντρισμού και συνάμα η πρώτη μορφή σύγχρονης εθνικής συνείδησης υπήρξε ο κλασικισμός, δηλαδή η στροφή προς την αρχαία Ελλάδα ως πηγή άντλησης ουσιωδών κοσμοθεωρητικών και βιοπρακτικών απόψεων και επίσης ως πρότυπο, η δημιουργική μίμηση του οποίου φαινόταν ο καλύτερος δρόμος για την αναγέννηση του ελληνικού έθνους. Τούτος ο κλασσικιστικός-ανθρωπιστικός ελληνοκεντρισμός, ο οποίος απέδιδε τη (δυνητική) προνομιακή θέση του νέου Ελληνισμού στο γεγονός της άμεσης καταγωγής του από τους φορείς ενός πολιτισμού με πανανθρώπινη σημασία, δηλαδή του αρχαιοελληνικού, πρωτοεμφανίσθηκε και γνώρισε την πρώτη θεωρητική του επεξεργασία στα προεπαναστατικά παροικιακά κέντρα της δυτικής Ευρώπης.
Υπήρξαν βέβαια και (αριστερές) μειοψηφίες, οι οποίες στήριξαν τις δικές τους αξιώσεις κυριαρχίας σε διεθνιστικά ιδεολογήματα, όμως αυτές ποτέ δεν μπόρεσαν, ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο, να ασκήσουν ευρύτερη επιρροή - κι όποτε την άσκησαν, αυτό έγινε επειδή υιοθέτησαν (και) πατριωτικά ή εθνικά συνθήματα. Σήμερα πάντως η αριστερά, η οποία επί δεκαετίες είχε το σθένος να λέει ότι το νεοελληνικό έθνος είναι φυλετικό και πολιτισμικό προϊόν των τελευταίων αιώνων και ότι η ιστορία του δεν νοείται έξω από τις συνυφάνσεις της με την ιστορία των υπολοίπων βαλκανικών εθνικοτήτων, έχει ενστερνισθεί στο σύνολό της, ρητά ή σιωπηρά, τις ελληνοκεντρικές θέσεις και σταμάτησε εντελώς κάθε ιδεολογική πολεμική στα θέματα του περιούσιου λαού και της τρισχιλιετούς ιστορίας, κάνοντας έτσι μιαν άμεση ή έμμεση αναδίπλωση σ' ένα κρίσιμο σημείο.
Στην πραγματικότητα η ιδεολογική επιβολή του ελληνοκεντρισμού ήταν αναπόδραστη μέσα στις συγκεκριμένες νεοελληνικές συνθήκες. Γιατί μόνον αυτός μπορούσε, ακριβώς χάρη στην ασάφειά του, να γεφυρώνει τις διαφορετικές αντιλήψεις για το έθνος, οι οποίες ήσαν παράλληλα ενεργές, κι έτσι να συνενώνει προς τα έξω δυνάμεις ετερογενείς προς τα έσω. Μόνον αυτός μπορούσε να περιβάλει με υψηλούς νομιμοποιητικούς τίτλους και να κάμει ηθικά ενδιαφέρουσες για τη διεθνή γνώμη τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις, και μάλιστα σε χώρους εθνολογικά και πολιτικά διαμφισβητήσιμους [...]
Η πολυσημία του όρου αντιστοιχεί στην πολυσημία ενός έθνους ιστορικά και εννοιολογικά αποσυνδεδεμένου από το αστικό εθνικό κράτος και έχει ως συνέπεια να φορτίζεται ό,τι εκάστοτε χαρακτηρίζεται ως "ελληνικό" με στοιχεία και γνωρίσματα μη επιδεχόμενα σαφείς ιστορικούς και κοινωνιολογικούς προσδιορισμούς. Ο ελληνοκεντρισμός θα μπορούσε να είναι κατά βάση μονοσήμαντος, αν είχε υποσταχθεί απόλυτα και μόνιμα στα αιτήματα ενός σύγχρονου αστικού εθνικισμού, για να χρησιμεύσει ως μέσο συσπείρωσης ολόκληρου του έθνους για αστικούς σκοπούς. Όμως υπό τις δεδομένες συνθήκες έγινε το αντίθετο: ο αστικός εθνικισμός απορροφήθηκε από τον ελληνοκεντρισμό και στο πλαίσιό του αναμίχθηκε και συμβιβάστηκε με προαστικές αντιλήψεις περί έθνους, φυλής κτλ, χωρίς να μπορέσει παράλληλα να επιβάλει τα ειδοποιά του γνωρίσματα, οπότε η ανάμιξη αυτή μάλλον θα τον ισχυροποιούσε παρά θα τον εξασθένιζε.
Μέσα από τη θετική ή αρνητική, μερική ή ολική αντιπαράθεση, συμπαράθεση ή επικάλυψη αστικού και πατριαρχικού εθνικισμού διαμορφώθηκε η πολυσημία του ελληνοκεντρισμού, η οποία του επέτρεψε να εκπληρώσει τη λειτουργία της κατ' εξοχήν νεοελληνικής ιδεολογίας, εφόσον στην ασαφή και κυμαινόμενη γλώσσα του μπορούσαν να αρθρωθούν πολλές και ποικίλες τάσεις. Καθώς όμως η κάθε μία από τις τάσεις αυτές επιδίωκε, όπως είναι ευνόητο, να μονοπωλήσει τον χώρο του ελληνοκεντρισμού προβάλλοντας τα δικά της συμφέροντα και αιτήματα ως συμφέροντα και αιτήματα ολοκλήρου του έθνους, ο ελληνοκεντρισμός δεν αποτέλεσε μονάχα κοινό παρανομαστή, αλλά ταυτόχρονα και πεδίο μάχης, στο οποίο έπρεπε να να επικρατήσει όποιος ήθελε να εγείρει αξιώσεις κοινωνικής, πολιτικής ή ιδεολογικής κυριαρχίας στο ελληνικό περιβάλλον.
Η πρώτη μορφή ελληνοκεντρισμού και συνάμα η πρώτη μορφή σύγχρονης εθνικής συνείδησης υπήρξε ο κλασικισμός, δηλαδή η στροφή προς την αρχαία Ελλάδα ως πηγή άντλησης ουσιωδών κοσμοθεωρητικών και βιοπρακτικών απόψεων και επίσης ως πρότυπο, η δημιουργική μίμηση του οποίου φαινόταν ο καλύτερος δρόμος για την αναγέννηση του ελληνικού έθνους. Τούτος ο κλασσικιστικός-ανθρωπιστικός ελληνοκεντρισμός, ο οποίος απέδιδε τη (δυνητική) προνομιακή θέση του νέου Ελληνισμού στο γεγονός της άμεσης καταγωγής του από τους φορείς ενός πολιτισμού με πανανθρώπινη σημασία, δηλαδή του αρχαιοελληνικού, πρωτοεμφανίσθηκε και γνώρισε την πρώτη θεωρητική του επεξεργασία στα προεπαναστατικά παροικιακά κέντρα της δυτικής Ευρώπης.
Υπήρξαν βέβαια και (αριστερές) μειοψηφίες, οι οποίες στήριξαν τις δικές τους αξιώσεις κυριαρχίας σε διεθνιστικά ιδεολογήματα, όμως αυτές ποτέ δεν μπόρεσαν, ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο, να ασκήσουν ευρύτερη επιρροή - κι όποτε την άσκησαν, αυτό έγινε επειδή υιοθέτησαν (και) πατριωτικά ή εθνικά συνθήματα. Σήμερα πάντως η αριστερά, η οποία επί δεκαετίες είχε το σθένος να λέει ότι το νεοελληνικό έθνος είναι φυλετικό και πολιτισμικό προϊόν των τελευταίων αιώνων και ότι η ιστορία του δεν νοείται έξω από τις συνυφάνσεις της με την ιστορία των υπολοίπων βαλκανικών εθνικοτήτων, έχει ενστερνισθεί στο σύνολό της, ρητά ή σιωπηρά, τις ελληνοκεντρικές θέσεις και σταμάτησε εντελώς κάθε ιδεολογική πολεμική στα θέματα του περιούσιου λαού και της τρισχιλιετούς ιστορίας, κάνοντας έτσι μιαν άμεση ή έμμεση αναδίπλωση σ' ένα κρίσιμο σημείο.
Στην πραγματικότητα η ιδεολογική επιβολή του ελληνοκεντρισμού ήταν αναπόδραστη μέσα στις συγκεκριμένες νεοελληνικές συνθήκες. Γιατί μόνον αυτός μπορούσε, ακριβώς χάρη στην ασάφειά του, να γεφυρώνει τις διαφορετικές αντιλήψεις για το έθνος, οι οποίες ήσαν παράλληλα ενεργές, κι έτσι να συνενώνει προς τα έξω δυνάμεις ετερογενείς προς τα έσω. Μόνον αυτός μπορούσε να περιβάλει με υψηλούς νομιμοποιητικούς τίτλους και να κάμει ηθικά ενδιαφέρουσες για τη διεθνή γνώμη τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις, και μάλιστα σε χώρους εθνολογικά και πολιτικά διαμφισβητήσιμους [...]
Σάββατο, Μαρτίου 22, 2014
Αρχαιολογικές εκδόσεις
Το Μουσείο Γκετί παρέχει πολλές από τις αρχαιολογικές εκδόσεις του δωρεάν σε ηλεκτρονική μορφή(pdf). Μερικές, όπως οι επόμενες, αφορούν και την ελληνική αρχαιότητα:
1. Claire L. Lyons, John K. Papadopoulos, Lindsey S. Stewart, and Andrew Szegedy-Maszak. 2005.Antiquity and Photography: Early Views of Ancient Mediterranean Sites
2. Toby Schreiber. 1999. Athenian Vase Construction: A Potter’s Analysis
3. Richard Stoneman. 1998. A Luminous Land: Artists Discover Greece.
4. Marion True and Jerry Podany (eds.). 1991. Marble: Art Historical and Scientific Perspectives on Ancient Sculpture.
5.Oliver Taplin. 2007. Pots & Plays: Interactions Between Tragedy and Greek Vase-painting of the Fourth Century B.C.
6. Janet Burnett Grossman. 2001. Greek Funerary Sculpture: Catalogue of the Collections at the Getty Villa.
7. Martin Robertson, Andrew F. Stewart, Walter Burkert, John Griffiths Pedley, Brunilde S. Ridgway, Albert Henrichs, Alan W. Johnston, John Boardman, Mary B. Moore, Joan R. Mertens, Dietrich von Bothmer. 1987. Papers on the Amasis Painter and His World.
8. Masterpieces of the J. Paul Getty Museum, Antiquities. 1997.
9. Marion True, Jiří Frel, and Dietrich von Bothmer. 1983. Greek Vases: Molly and Walter Bareiss Collection.
10. Vassos Karageorghis, Edgar J. Peltenburg. 1990. Cyprus Before the Bronze Age: Art of the Chalcolithic Period
1. Claire L. Lyons, John K. Papadopoulos, Lindsey S. Stewart, and Andrew Szegedy-Maszak. 2005.Antiquity and Photography: Early Views of Ancient Mediterranean Sites
2. Toby Schreiber. 1999. Athenian Vase Construction: A Potter’s Analysis
3. Richard Stoneman. 1998. A Luminous Land: Artists Discover Greece.
4. Marion True and Jerry Podany (eds.). 1991. Marble: Art Historical and Scientific Perspectives on Ancient Sculpture.
5.Oliver Taplin. 2007. Pots & Plays: Interactions Between Tragedy and Greek Vase-painting of the Fourth Century B.C.
6. Janet Burnett Grossman. 2001. Greek Funerary Sculpture: Catalogue of the Collections at the Getty Villa.
7. Martin Robertson, Andrew F. Stewart, Walter Burkert, John Griffiths Pedley, Brunilde S. Ridgway, Albert Henrichs, Alan W. Johnston, John Boardman, Mary B. Moore, Joan R. Mertens, Dietrich von Bothmer. 1987. Papers on the Amasis Painter and His World.
8. Masterpieces of the J. Paul Getty Museum, Antiquities. 1997.
9. Marion True, Jiří Frel, and Dietrich von Bothmer. 1983. Greek Vases: Molly and Walter Bareiss Collection.
10. Vassos Karageorghis, Edgar J. Peltenburg. 1990. Cyprus Before the Bronze Age: Art of the Chalcolithic Period
11. The Getty Kouros Colloquium. 1993.
12. Pat Getz-Preziosi. 1994. Early Cycladic Sculpture: An Introduction, 2nd Edition.
13. Dietrich von Bothmer, Alan L. Boegehold. 1985. The Amasis Painter and His World: Vase Painting in Sixth-Century B.C. Athens.
Ετικέτες
αρχαιολογία,
τέχνη
Σάββατο, Ιανουαρίου 18, 2014
Για τη μετάφραση στην "Εκδοχή του Μπράουνινγκ"
Στο μονόπρακτο θεατρικό έργο του άγγλου Τέρενς Ράτιγκαν "Η εκδοχή του Μπράουνινγκ", σε νεοελληνική μετάφραση του Δήμου Κουβίδη, ένας μεσήλικας φιλόλογος (ο Άντριου Κρόκερ-Χάρις), που διδάσκει με τον γνωστό αναχρονιστικό τρόπο κλασικά γράμματα σε δεκαπεντάχρονους μαθητές ενός αγγλικού ιδιωτικού σχολείου, υποχρεώνεται σε πρόωρη συνταξιοδότηση λόγω καρδιολογικού προβλήματος. Στη βλάβη αυτή (προσδοκώμενη ίσως για ένα παλιομοδίτη εκπαιδευτικό, ο οποίος έχει χάσει την επαφή με την τάξη του - "Χίμλερ" μαθαίνει ότι τον αποκαλούν οι μαθητές) προστίθεται η αποτυχημένη του συζυγική ζωή. Ο γέρο-Crock (= "σαράβαλο") "έχει παντρευτεί" την όμορφη Μίλυ, που κάνει τα πάντα για να αποτελειώσει τον ξοφλημένο άντρα της και να απολαύσει, μάταια, τον έρωτά της με ένα συνάδελφό του, τον Φρανκ, "προοδευτικό" καθηγητή της Φυσικής στο ίδιο σχολείο.
Πρόσωπο-κλειδί στο έργο είναι ένας μαθητής του Κρόκερ-Χάρις, ο Τάπλοου, ο οποίος υφίσταται, στην τάξη και στο "ιδιαίτερο", τις βλαβερές συνέπειες της "πειθαρχίας" του δύστροπου καθηγητή του, που του μαθαίνει, μεταφράζοντας λέξη προς λέξη σε αρχαΐζοντα αγγλικά, τον "Αγαμέμνονα" του Αισχύλου. Ο νεαρός, ωστόσο, παρά την "αηδία" που του προκαλεί το μάθημα του γέρο-Κροκ (εννοώντας τον τρόπο διδασκαλίας: "ένα σωρό ελληνικές λέξεις αραδιασμένες μαζί και να τις αντιγράφεις πενήντα φορές αν τις μεταφράσεις λάθος"), κατά βάθος συμπαθεί (και από λύπη) τον δάσκαλό του. Κατά τραγικό τρόπο όμως η εκδήλωση της μαθητικής συμπάθειας γίνεται η αφορμή της κατάρρευσης του Κρόκερ-Χάρις: ο Τάπλοου του δωρίζει, αποχαιρετώντας τον, μια μετάφραση, από δεύτερο χέρι, του αισχυλικού "Αγαμέμνονα" στην αρχαΐζουσα εκδοχή του Ρόμπερτ Μπράουνινγκ (1887) με μια αφιέρωση σε προσεγμένα ελληνικά ("τὸν κρατοῦντα μαλθακῶς / θεὸς πρόσωθεν εὐμενῶς προσδέρκεται", στ. 951-952 = "Από ψηλά ο Θεός βλέπει με ευμένεια τον άρχοντα που κυβερνάει με επιείκεια"). Τη σημαδιακή αυτή φράση λέει ο Αγαμέμνων στην ομώνυμη τραγωδία, λίγο πριν την δολοφονική του εξόντωση από την Κλυταιμνήστρα. Το τραγικό, έτσι, τέλος του στρατηλάτη των Αχαιών καθρεφτίζεται, κατά κάποιον τρόπο, στο αντίστοιχο "τέλος" του Κρόκερ-Χάρις, καθώς αναγνωρίζεται ότι, τον ίδιον τουλάχιστον, ο θεός τον αγνόησε, ενώ δεν ήταν επιεικής δάσκαλος και, όπως ο ίδιος ομολογεί στον παρασύζυγο Φρανκ, απέτυχε πλήρως στον γάμο με μια γυναίκα που ουσιαστικά "τον έχει σκοτώσει".
Στο μικροσκοπικό αυτό δράμα περνούν αρκετές εμπειρίες τις οποίες έζησε ο Ράτιγκαν την περίοδο της μαθητείας του στα κλασικά γράμματα, στο κολέγιο Χάροου το 1925-1930. Το θεατρικό παράδειγμα του Κρόκερ-Χάρις ανιχνεύεται στο πραγματικό πρόσωπο του Κοκ Νόρις, ενός φιλολόγου εκπαιδευτικού στο Χάροου, που, όπως ο πρωταγωνιστής του μονόπρακτου, αν και απόφοιτος με περγαμηνές της Οξφόρδης, δίδασκε τον "Αγαμέμνονα" του Αισχύλου στους μαθητές με τον πιο ξερό και άμουσο τρόπο. Ο Ράτιγκαν γνώριζε, αλλά δεν είχε ο ίδιος καθηγητή τον Κοκ Νόρις. Χρησιμοποίησε ωστόσο στο έργο του την ιδιαίτερη σχέση που είχε με έναν άλλο εκπαιδευτικό στο ίδιο σχολείο, και η οποία αποτυπώνεται στη σκηνή με το δώρο του νεαρού Τάπλοου (Th. Palaima, "The Browning's Version and Classical Greek", στο Noctes Atticae. Museum Tusculanum Press, University of Copenhagen, 2002, 199-214). Είναι, επίσης, πιθανό, όταν ανέβαινε η "Εκδοχή του Μπράουνινγκ" (το 1948), ο Ράτιγκαν να είχε υπόψη του προηγούμενο κινηματογραφικό έργο, σε σενάριο του Μπέργκμαν, το "HETS" (1944), στο οποίο πρωταγωνιστεί ένας παράφρων δάσκαλος των Λατινικών, που αποκαλείται "Καλιγούλας".
Κατά μία έννοια, ο αισχυλικός "Αγαμέμνων" είναι ο ουσιαστικός πρωταγωνιστής στο έργο του Ράτιγκαν, θέτοντας ερωτήματα όσον αφορά τόσο τη διαχρονική κρίση των κλασικών γραμμάτων όσο και, κυρίως, τον εκάστοτε συγχρονικό τρόπο πρόσληψής τους από νεότερους και σημερινούς. Ο Ράτιγκαν εδώ δεν προσθέτει κάτι νέο, πέρα από το να δείχνει, με ευφυέστατο δραματικό τρόπο, πώς η εκμάθηση των κλασικών γλωσσών λειτούργησε ως μέσο αναπαραγωγής των κοινωνικών διακρίσεων, όπου, ενόψει του «άχρηστου» κοινωνικού κύρους, απωθήθηκε, μέσω τυπολατρικών, "σαράβαλων" διδακτικών πρακτικών και διαμεσολαβητών, η ενεργητική εμπλοκή και η διαλογική σχέση των μαθητευόμενων με τους κλασικούς, τα γράμματα και τον πολιτισμό τους. Και σε όλη αυτή την παρατεινόμενη καταθλιπτική ιστορία της διδασκαλίας των Αρχαίων στον δυτικό κόσμο (ανεπτυγμένο και υπανάπτυκτο) είναι, κυρίως, το ζητούμενο της σύγχρονης-ζωντανής μετάφρασης που, παρά τη συστηματική της απώθηση στον σχολικό χώρο, επιτρέπει τη δημιουργική μαθητεία δίπλα σε λίγους, ώριμους δασκάλους που, παρά τα χρόνια τους, αναγνωρίζουν την πολύτιμη παιδαγωγική της αξία και σημασία.
Τόσο στο μονόπρακτο του Ράτιγκαν όσο και στην επόμενη σκηνή (από τη "μεταφορά" του έργου του στον κινηματογράφο, το 1951) ο μαθητής έχει φτάσει περίπου εκεί που ήταν κάποτε ο σχολαστικός δάσκαλός του: όταν στη νεότητά του, για δική του ευχαρίστηση αλλά και για τη συγκίνηση των άλλων, δούλευε την "ελεύθερη" μετάφραση του "Αγαμέμνονα", όπως τώρα ο Τάπλοου: όχι μεταφράζοντας λέξη προς λέξη, αλλά σαν να "συνεργαζόταν" με τον Αισχύλο, δημιουργώντας αποτελέσματα που, μέσα στην ατέλειά τους, ήταν σχεδόν πιο ωραία από το πρωτότυπο.
Πρόσωπο-κλειδί στο έργο είναι ένας μαθητής του Κρόκερ-Χάρις, ο Τάπλοου, ο οποίος υφίσταται, στην τάξη και στο "ιδιαίτερο", τις βλαβερές συνέπειες της "πειθαρχίας" του δύστροπου καθηγητή του, που του μαθαίνει, μεταφράζοντας λέξη προς λέξη σε αρχαΐζοντα αγγλικά, τον "Αγαμέμνονα" του Αισχύλου. Ο νεαρός, ωστόσο, παρά την "αηδία" που του προκαλεί το μάθημα του γέρο-Κροκ (εννοώντας τον τρόπο διδασκαλίας: "ένα σωρό ελληνικές λέξεις αραδιασμένες μαζί και να τις αντιγράφεις πενήντα φορές αν τις μεταφράσεις λάθος"), κατά βάθος συμπαθεί (και από λύπη) τον δάσκαλό του. Κατά τραγικό τρόπο όμως η εκδήλωση της μαθητικής συμπάθειας γίνεται η αφορμή της κατάρρευσης του Κρόκερ-Χάρις: ο Τάπλοου του δωρίζει, αποχαιρετώντας τον, μια μετάφραση, από δεύτερο χέρι, του αισχυλικού "Αγαμέμνονα" στην αρχαΐζουσα εκδοχή του Ρόμπερτ Μπράουνινγκ (1887) με μια αφιέρωση σε προσεγμένα ελληνικά ("τὸν κρατοῦντα μαλθακῶς / θεὸς πρόσωθεν εὐμενῶς προσδέρκεται", στ. 951-952 = "Από ψηλά ο Θεός βλέπει με ευμένεια τον άρχοντα που κυβερνάει με επιείκεια"). Τη σημαδιακή αυτή φράση λέει ο Αγαμέμνων στην ομώνυμη τραγωδία, λίγο πριν την δολοφονική του εξόντωση από την Κλυταιμνήστρα. Το τραγικό, έτσι, τέλος του στρατηλάτη των Αχαιών καθρεφτίζεται, κατά κάποιον τρόπο, στο αντίστοιχο "τέλος" του Κρόκερ-Χάρις, καθώς αναγνωρίζεται ότι, τον ίδιον τουλάχιστον, ο θεός τον αγνόησε, ενώ δεν ήταν επιεικής δάσκαλος και, όπως ο ίδιος ομολογεί στον παρασύζυγο Φρανκ, απέτυχε πλήρως στον γάμο με μια γυναίκα που ουσιαστικά "τον έχει σκοτώσει".
Στο μικροσκοπικό αυτό δράμα περνούν αρκετές εμπειρίες τις οποίες έζησε ο Ράτιγκαν την περίοδο της μαθητείας του στα κλασικά γράμματα, στο κολέγιο Χάροου το 1925-1930. Το θεατρικό παράδειγμα του Κρόκερ-Χάρις ανιχνεύεται στο πραγματικό πρόσωπο του Κοκ Νόρις, ενός φιλολόγου εκπαιδευτικού στο Χάροου, που, όπως ο πρωταγωνιστής του μονόπρακτου, αν και απόφοιτος με περγαμηνές της Οξφόρδης, δίδασκε τον "Αγαμέμνονα" του Αισχύλου στους μαθητές με τον πιο ξερό και άμουσο τρόπο. Ο Ράτιγκαν γνώριζε, αλλά δεν είχε ο ίδιος καθηγητή τον Κοκ Νόρις. Χρησιμοποίησε ωστόσο στο έργο του την ιδιαίτερη σχέση που είχε με έναν άλλο εκπαιδευτικό στο ίδιο σχολείο, και η οποία αποτυπώνεται στη σκηνή με το δώρο του νεαρού Τάπλοου (Th. Palaima, "The Browning's Version and Classical Greek", στο Noctes Atticae. Museum Tusculanum Press, University of Copenhagen, 2002, 199-214). Είναι, επίσης, πιθανό, όταν ανέβαινε η "Εκδοχή του Μπράουνινγκ" (το 1948), ο Ράτιγκαν να είχε υπόψη του προηγούμενο κινηματογραφικό έργο, σε σενάριο του Μπέργκμαν, το "HETS" (1944), στο οποίο πρωταγωνιστεί ένας παράφρων δάσκαλος των Λατινικών, που αποκαλείται "Καλιγούλας".
Σκηνή από το Hets
Κατά μία έννοια, ο αισχυλικός "Αγαμέμνων" είναι ο ουσιαστικός πρωταγωνιστής στο έργο του Ράτιγκαν, θέτοντας ερωτήματα όσον αφορά τόσο τη διαχρονική κρίση των κλασικών γραμμάτων όσο και, κυρίως, τον εκάστοτε συγχρονικό τρόπο πρόσληψής τους από νεότερους και σημερινούς. Ο Ράτιγκαν εδώ δεν προσθέτει κάτι νέο, πέρα από το να δείχνει, με ευφυέστατο δραματικό τρόπο, πώς η εκμάθηση των κλασικών γλωσσών λειτούργησε ως μέσο αναπαραγωγής των κοινωνικών διακρίσεων, όπου, ενόψει του «άχρηστου» κοινωνικού κύρους, απωθήθηκε, μέσω τυπολατρικών, "σαράβαλων" διδακτικών πρακτικών και διαμεσολαβητών, η ενεργητική εμπλοκή και η διαλογική σχέση των μαθητευόμενων με τους κλασικούς, τα γράμματα και τον πολιτισμό τους. Και σε όλη αυτή την παρατεινόμενη καταθλιπτική ιστορία της διδασκαλίας των Αρχαίων στον δυτικό κόσμο (ανεπτυγμένο και υπανάπτυκτο) είναι, κυρίως, το ζητούμενο της σύγχρονης-ζωντανής μετάφρασης που, παρά τη συστηματική της απώθηση στον σχολικό χώρο, επιτρέπει τη δημιουργική μαθητεία δίπλα σε λίγους, ώριμους δασκάλους που, παρά τα χρόνια τους, αναγνωρίζουν την πολύτιμη παιδαγωγική της αξία και σημασία.
Τόσο στο μονόπρακτο του Ράτιγκαν όσο και στην επόμενη σκηνή (από τη "μεταφορά" του έργου του στον κινηματογράφο, το 1951) ο μαθητής έχει φτάσει περίπου εκεί που ήταν κάποτε ο σχολαστικός δάσκαλός του: όταν στη νεότητά του, για δική του ευχαρίστηση αλλά και για τη συγκίνηση των άλλων, δούλευε την "ελεύθερη" μετάφραση του "Αγαμέμνονα", όπως τώρα ο Τάπλοου: όχι μεταφράζοντας λέξη προς λέξη, αλλά σαν να "συνεργαζόταν" με τον Αισχύλο, δημιουργώντας αποτελέσματα που, μέσα στην ατέλειά τους, ήταν σχεδόν πιο ωραία από το πρωτότυπο.
Ετικέτες
Αρχαία ελληνικά,
μετάφραση,
πρόσληψη
Δευτέρα, Ιανουαρίου 06, 2014
Εγγραφή σε: