O Norm Friesen, καναδός ερευνητής των πρακτικών της ηλεκτρονικής μάθησης, οπλισμένος με τις αρχές της κριτικής θεωρίας (των Adorno-Horkheimer, Habermas), ελέγχει τρεις, συμπληρωματικές μεταξύ τους, κοινότοπες αλήθειες ή "μύθους", που αναφέρονται στη χρήση των ΤΠΕ στην εκπαίδευση. Παραφράζονται στη συνέχεια οι βασικές του θέσεις.
Μύθος πρώτος: "Η οικονομία της γνώσης".
O "μύθος" αυτός, κατά τον Friesen, μετατοπίζοντας την "αξία" της εργασίας του Μαρξ στην ίδια τη γνώση, φέρνει τη δεύτερη στο κέντρο κάθε κοινωνικοπολιτικής δραστηριότητας, με την εκπαίδευση να αποτελεί τον θεσμικά κατοχυρωμένο εκπρόσωπό της.
Για τους θιασώτες του σλόγκαν "οικονομία της γνώσης", γράφει ο Friesen, το σχολείο δεν αποβλέπει στην εν δυνάμει προσωπική αυτονομία ή στην υπεύθυνη "πολιτική παιδεία" (citizenship), αλλά αντιμετωπίζεται ως μέσο δημιουργίας και αναπαραγωγής της γνώσης, σαν να πρόκειται για "φυσικοποιημένη" παραγωγική δύναμη. Αυτό σημαίνει ότι η γνώση δεν εννοείται ως εργαλείο Διαφωτισμού, προετοιμάζοντας κοινωνικά ενεργούς δημοκρατικούς πολίτες, αλλά λειτουργεί ως ένα είδος υπηρεσίας, που μπορεί να αγοραστεί, να πουληθεί, να χρησιμοποιηθεί και να επαναχρησιμοποιηθεί. Προσλαμβάνει, έτσι, τη μορφή "υπερ-εμπορεύματος", που έχει αγοραστική αξία, όπως τα φυσικά προϊόντα, υπερβαίνοντας ωστόσο τα αγαθά της φυσικής εργασίας.
Η ηλεκτρονική γνώση, ειδικότερα, είναι μαζί "πράγμα και ροή", με την ικανότητα να εξατομικεύεται, να αναδιοργανώνεται, να αναβαθμίζεται, να επαναξιολογείται και, κυρίως, να γίνεται αντικείμενο συνεχούς ανταλλαγής. Σε αντίθεση ωστόσο προς τα φυσικά αγαθά, αυτή η εμπορευματοποιημένη γνώση "μπορεί εύκολα να μετακινείται" (mobilized) και να ξε-πακετάρεται, προσαρμοζόμενη στις ετερόκλητες ανάγκες των καταναλωτών χρηστών της. Όταν μια τέτοια γνώση συνδέεται με εκπαιδευτικούς στόχους, τότε μετατρέπεται σε "μαθησιακό αντικείμενο". Τα "μαθησιακά αντικείμενα", τα οποία φοριούνται πολύ στον χώρο της ηλεκτρονικής μάθησης, είναι, για τον Friesen, ανταλλάξιμοι ψηφιακοί πόροι που έχουν την ικανότητα να συνδυάζονται και να συνδιαμορφώνονται με άλλα ψηφιακά αντικείμενα.
Πρόταση: χρέος του εκπαιδευτικού είναι, κατά τον Friesen, να μετακινηθεί πέρα από τη θεώρηση της γνώσης ως κατασκευής ή ανακατασκευής, σαν να πρόκειται για καθολική και κοινωνικά ουδέτερη δύναμη, που αξιολογείται με όρους αποκλειστικά αποτελεσματικότητας. Λ.χ., τα "μαθησιακά αντικείμενα" δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν "μαύρα κουτιά" γνώσης, ανεξάρτητα από τα πλαίσια και τους στόχους που συνδέονται με τη χρήση τους. Αξιοποιώντας την κριτική θεωρία οι εκπαιδευτικοι μπορούν να "ανοίξουν" αυτά τα "μαύρα κουτιά", διερωτώμενοι για τον ιδιοκτήτη τους, τον στόχο τον οποίο προορίζονται να επιτελέσουν, καθώς επίσης για τις συνέπειες που μπορεί να προκύψουν από τη χρήση τους.
Μύθος δεύτερος: "οποιοσδήποτε, οποτεδήποτε και οπουδήποτε".
Ο δεύτερος "μύθος" αναφέρεται στην ελεύθερη πρόσβαση που εξασφαλίζει η "οικονομία της γνώσης" σε όλους ανεξαιρέτως τους χρήστες, οποτεδήποτε αυτοί το επιθυμούν, οπουδήποτε κι αν βρίσκονται. Εννοούνται, για παράδειγμα, διατυπώσεις ότι τα ιστολόγια, οι ηλεκτρονικοί φάκελοι των μαθητών (e-portfolios), τα wikis και άλλες τεχνολογίες (second life, facebook) παρέχουν την ελευθερία στον χρήστη να "κατασκευάζει", ή να αναπτύσσει, τη δική του "on line" ταυτότητα, χωρίς ωστόσο να δίνεται καμία ειδικότερη εξήγηση για το πώς ακριβώς εξασφαλίζεται μια τέτοια ελευθερία.
Παραπέμποντας σε σχετικές έρευνες, ο Friesen υποστηρίζει ότι όχι μόνο μια τέτοια ελευθερία δεν είναι εξασφαλισμένη, αλλά ότι, αντίθετα, οι τεχνολογίες του διαδικτύου "προωθούν, διαχέουν και εμπορευματοποιούν εικόνες φυλετικές και κοινωνικού ρατσιμού", για να συμπεράνει ότι είναι αδύνατον να κατασκευάσει κάποιος μια "on line" κοινωνική ταυτότητα, ή persona, ex nihilo. Πρόσθετες ερευνητικές αναφορές στο επονομαζόμενο "ψηφιακό χάσμα" (digital divide), σε "παρακολουθητικές", διαφημιστικές τεχνικές, που μας αναγνωρίζουν αμέσως και μας απευθύνονται μόλις μπούμε στο διαδίκτυο, ακόμη και η αντωνυμία "μου", που εμφανίζεται σε εικονίδια του τύπου "ο υπολογιστής μου", τα "αρχεία μου", το "vaio μου", επιβεβαιώνουν ότι το σλόγκαν "οποιοσδήποτε, οποτεδήποτε, οπουδήποτε" δεν είναι παρά μια σκόπιμα αφηρημένη έννοια, που αντιμετωπίζει τους ανθρώπους ως "εξ ορισμού" (default) καταναλωτικά υποκείμενα. Και δεν είναι καθόλου δύσκολο να εξηγήσει κάποιος, γιατί αυτή η εν τέλει "εξ ορισμού" κοινωνική ταυτότητα, στο διαδίκτυο και στον παγκόσμιο ιστό, είναι κατά κανόνα λευκή και αρσενική. Το "μου" παραπέμπει στην "εξ ορισμού" ιδιότητα που "εγώ" έχω ως παραγωγός και καταναλωτής, εφόσον "εγώ" είμαι στη θέση να παράγω, να καταναλώσω και, εν τέλει, να μάθω σ' ένα "εξ ορισμού" χώρο που κυριαρχείται από την οικονομική δραστηριότητα.
Πρόταση: οι εκπαιδευτικοί, κατά τον Friesen, οφείλουν να συμβάλλουν, με τον λόγο και το έργο τους, στην εξάλειψη των ανισοτήτων όσον αφορά την ψηφιακή πρόσβαση και να υποδείξουν συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους οι προτάσεις τους θα διασταυρωθούν με τους κοινούς τρόπους σκέψης γύρω από τις τεχνολογίες του διαδικτύου.
Μύθος τρίτος: "Η τεχνολογία καθοδηγεί την εκπαιδευτική αλλαγή".
Το τελευταίο κλισέ υπονοεί ότι, από μόνη της, η τεχνολογία αλλάζει την εκπαίδευση. Η τεχνολογική πρόοδος υπολογίζεται ως ανεξάρτητη από τις κοινωνικές καταστάσεις, και έχει τη δύναμη να τροποποιεί αμετάκλητα επαγγελματικές πρακτικές και προτεραιότητες, ή ακόμη και να τις εξαφανίζει.
Η τεχνολογία, έτσι, εμφανίζεται σαν να είναι το "πεπρωμένο" της εκπαίδευσης, συχνά και της κοινωνίας στο σύνολό της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν κανένα λόγο στο να καθορίσουν το μέλλον του ρόλου τους. Αντίθετα, καλούνται είτε να προσαρμοστούν σε μια, εκτεχνολογημένης σκόπευσης, αλλαγή είτε να κατέβουν από το τρένο.
Η πλέον οικεία όψη του τρίτου "μύθου" είναι, κατά τον Friesen, ο "τεχνολογικός ντετερμινισμός": η πίστη, δηλαδή, ότι η κοινωνική πρόοδος εξαρτάται από την τεχνολογική καινοτομία, που με τη σειρά της είναι "μοιραίο γεγονός". Η αισιόδοξη εκδοχή του ντετερμινισμού είναι ότι οι θετικές όψεις της τεχνολογικής αλλαγής υπερτoνίζονται (στην αφαιρετική τους πάντοτε διάσταση) έναντι των αρνητικών. Για παράδειγμα, οι εκπαιδευτικοί που δεν υιοθετούν στο έργο τους τις ΤΠΕ νομίζονται "καθυστερημένοι", επειδή αρνούνται να αποδεχθούν τις "θετικές" ιδιότητες της τεχνολογίας, αντί να θεωρηθούν ως οι τελευταίοι που αντιστέκονται στις "αρνητικές" ή και ολέθριες συνέπειές της. Εξάλλου, τα επονομάζομενα "συστήματα διαχείρισης μάθησης" (τύπου WebCT ή Moodle) κάθε άλλο παρά άλλαξαν στην ουσία κατεστημένες επιχειρησιακές πρακτικές. Τα συστήματα αυτά, κατά τον Friesen, σχεδιάζονται και υιοθετούνται σε πλήρη συμμόρφωση με τους στόχους και τις διαχειριστικές δομές των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων: διευθύνονται από μια κεντρική αρχή, ώστε να μπορούν να υποστηρίξουν διαδικτυακές υπηρεσίες, ορίζοντας μάλιστα συγκεκριμένους "ρόλους" (μέσω των επιλογών εισόδου στο σύστημα), ενισχύοντας έτσι τις παραδοσιακές λειτουργίες και ταυτότητες του εκπαιδευτικού προσωπικού (των εκπαιδευτών, των εκπαιδευόμενων και των διαχειριστών). Η υιοθέτηση, τελικά, της διαδικτυακής τεχνολογίας φαίνεται ότι έχει ως αποτέλεσμα την ενδυνάμωση παρά τη διασάλευση συμβατικών εκπαιδευτικών πρακτικών και λειτουργιών.
Συμπερασματική πρόταση: Η τεχνολογία, από μόνη της, δεν είναι ασταμάτητη δύναμη που καθορίζει αναπόφευκτα το μέλλον των κοινωνιών γενικώς και της ηλεκτρονικής μάθησης ειδικότερα. Αν η τεχνολογία αντιμετωπιστεί ως αποτέλεσμα σύνθετων, πολυ-αιτιακών διαδικασιών κοινωνικής διαπραγμάτευσης, τότε αναδύεται ως κάτι εντελώς διαφορετικό. Ως αμφίσημη διαδικασία ανάπτυξης που ταλαντεύεται ανάμεσα σε διαφορετικές πιθανότητες. Υπ' αυτή την έννοια, η τεχνολογία δεν είναι το πεπρωμένο της εκπαίδευσης αλλά μια σκηνή μάχης.
Σχόλιο: αν επιτρέπεται η φράση-κλισέ "κριτική της κριτικής", θα μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος ότι η κριτική θεωρία υπήρξε χρήσιμο μεθοδολογικό εργαλείο ανάλυσης και ερμηνείας των κοινωνικών φαινομένων (της τεχνολογίας, της εκπαίδευσης, κλπ), αλλά ελάχιστα βολικό και πρακτικό όσον αφορά το "τι να κάνουμε". Αυτός ίσως είναι και ο λόγος για τον οποίο η κριτική θεωρία, όπως αναφέρει και ο Friesen, έχει, μέχρι σήμερα, υπο-χρησιμοποιηθεί στον χώρο της ηλεκτρονικής μάθησης.