Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής. Σώματα που άλλαξαν τη θωριά τους. Διαδρoμές στις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου. Αθήνα: Gutemberg, 2009.
Οι "Μεταμορφώσεις" του Οβιδίου (13 π.Χ.-17 μ.Χ.) αποτελούν την πιο "ευπώλητη" μυθολογική εγκυκλοπαίδεια της δυτικής λογοτεχνίας. Το ποίημα παρουσιάζει ένα σύμπαν σε κατάσταση μεταμορφωσιακού συναγερμού. Τεκμήριο της αυθαιρεσίας ή της δικαιοσύνης των θεών, οι αλλαγές μορφής σημαδεύουν ή σφραγίζουν ιστορίες όπου η ερωτική έξαψη, η γνήσια συναισθηματική αφοσίωση, οι ακραίοι αισθησιασμοί, τα μικρά και μεγάλα πάθη των θεών και των ανθρώπων δίνουν αφορμή για καλειδοσκοπικές αλλαγές του τόνου ανάμεσα στο τραγικό, το ειρωνικό, το κωμικό, το μπαρόκ και το ρομαντικό.
Στο βιβλίο ανθολογούνται και προσφέρονται σε μετάφραση είκοσι από τις πιο διάσημες ιστορίες των "Μεταμορφώσεων". Η γενική εισαγωγή και τα δοκίμια που ακολουθούν καθένα από τα ανθολογούμενα επεισόδια διευκρινίζουν τις ιστορικές και γραμματολογικές προϋποθέσεις των αφηγήσεων, επισημαίνοντας ταυτόχρονα την κατοπινή σταδιοδρομία τους στη λογοτεχνία και την τέχνη της Δύσης. Ο Οβίδιος των είκοσι αυτών διαδρομών κάνει νεύμα σε "αλαφροΐσκιωτους" αναγνώστες με σοβαρό κέφι.
Για τη μετάφραση των "Μεταμορφώσεων"(σ. 50-51)
Οι "Μεταμορφώσεις" έχουν τα τεχνικά χαρακτηριστικά μιας επικής αφήγησης περί του Παντός που βρίσκεται σε "ανταγωνιστική" σχέση με την ώριμη και κλασική επική αφήγηση της "Αινειάδας", αλλά κάτω από τη λεοντή μιας συνεχούς επικής αφήγησης επιφυλλάσσουν ένα είδος θεματικής, υφολογικής και ειδολογικής ποικιλίας-ακινησίας που τελικά ειρωνεύεται το σταθερό "ύψος" και "πάθος" του Βιργιλίου. Αυτό το ιστορικο-λογοτεχνικό περιστατικό δεν είναι, ασφαλώς, μεταφράσιμο, αποτελεί, ωστόσο, ή πρέπει να αποτελεί, μια σταθερή εντολή προς τον μεταφραστή να παρακολουθεί, κατά το δυνατόν, τις διακυμάνσεις τη οβιδιακής αφήγησης. Και είναι ακριβώς αυτό το μεγάλο εύρος αφηγηματικής διακύμανσης που διακρίνει τις "Μεταμορφώσεις" από την "Αινειάδα".
Από την άλλη μεριά, η θεματική, υφολογική και ειδολογική διακύμανση της αφήγησης των "Μεταμορφώσεων" αντιστοιχεί σε έναν πολύ συγκεκριμένο και οικείο ορίζοντα προσδοκίας: ο σύγχρονος του Οβιδίου αναγνώστης διαβάζει το έπος σε μια συγκυρία όπου τα θέματα, οι συμβάσεις και η γλώσσα των διαφόρων γραμματειακών ειδών έχουν ήδη αποσαφηνιστεί, αν όχι παγιωθεί, μέσα από μια ακμαία, και πρωτίστως λατινόφωνη, παραγωγή που τώρα πια μπορεί να θεωρείται παραδειγματική και κλασική. Από αυτήν την άποψη, οι "Μεταμορφώσεις" συμπεριφέρονται με μετα-ειδολογική αυτοσυνειδησία, τόσο στο θεματικό όσο και στο υφολογικό επίπεδο, άλλοτε υπερβάλλοντας, εν είδει παρωδίας, τυπικά χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου γραμματειακού είδους, άλλοτε προτείνοντας απρόσδόκητα συνοικέσια ανάμεσα σε διαφορετικά είδη, κάποτε αναπαράγοντας πιστά το οικείο ήθος ενός είδους. Με άλλα λόγια, τα όρια της αφηγηματικής ιδιοβουλίας του έπους είναι ακριβώς αυτός ο ιστορικο-λογοτεχνικά εγγυημένος ορίζοντας προσδοκίας, και η αφήγηση των "Μεταμορφώσεων" αποβαίνει εν πολλοίς μετα-αφήγηση -με όλα τα (αναγνωρίσιμα) παρεπόμενα της ειρωνείας, της πνευματώδους "σχηματοποίησης" και της φορμαλιστικής αυταρέσκειας.
Τί μπορεί να κάνει ο μεταφραστής για να "δώσει μιαν ιδέα" αυτού του μετα-ειδολογικού, μετα-αφηγηματικού χαρακτήρα του έργου; Προφανώς πολύ λιγότερα από όσα ήθελε, αλλά μπορεί τουλάχιστον να ελπίζει ότι, προκρίνοντας μιαν αυστηρότερα έμμετρη (και όχι χαλαρότερα έρρυθμη) απόδοση, που σε "κρίσιμα" σημεία καρυκεύεται και με ζευγαρωτές ομοιοκαταληξίες, ψηλαφά κάτι από τα "μετα-" και από τη φορμαλιστική "πόζα" μιας σχεδόν "παρακμιακά" αυτοσυνείδητης σύνθεσης. Να το πούμε αλλιώς: μια πιο ελεύθερη ροή στο μετάφρασμα μπορεί να μην έβλαπτε διόλου αυτό που περιέγραψα ως μεγάλο εύρος αφηγηματικής διακύμανσης, θα φαλκίδευε όμως, ή μάλλον-αν η κουβέντα αυτή ακούγεται βαριά- θα οδηγούσε σε μερική έκλειψη, τον παικτικό, υπερ-ώριμο και αυτοσυνείδητο φορμαλισμό της οβιδιακής γραφής.
Δείγμα μετάφρασης
Δαίδαλος και Ίκαρος (8.217-235)
Μες του Αιγαίου τα νερά (σ. 204-205)
"Ένας ψαράς που κάτω στο γιαλό τρεμουλιαστό κρατούσε το καλάμι,
στη γκλίτσα του γερμένος ο βοσκός κι απάνω στο αλέτρι ένας
ξωμάχος
τούς είδαν και τα χάσαν -"αληθώς είναι θεοί αυτοί που στους αιθέρες
διαβαίνουν", είπαν μέσα τους. Ιδού, τη Σάμο την αφήσαν στα ζερβά
τους,
της Ήρας το νησί, αλαργινές Δήλος και Πάρος φαίνονταν στο βάθος,
τη Λέβινθο την είχαν στα δεξιά, την Κάλυμνο με τα πολλά μελίσσια,
κι ο Ίκαρος, αστόχαστο παιδί, ξεθαρρεμενος χαίρονταν την πτήση,
παράτησε το χνάρι του οδηγού κι απ' τ' ουρανού σμπρωγμένος τη
λαχτάρα
ανέβηκε στα ύψη. Πιο κοντά στη γειτονιά του ήλιου, κι η πυρά του
μαλάκωσε το ευωδιαστό κερί κι έλυσε τους συνδέσμους στά φτερά του.
Λειωμένο το κερί! Αυτός γυμνά τα μπράτσα του τινάζει πάνω-κάτω -
μπράτσα γυμνά, και πώς να κρατηθεί δίχως κουπιά στον αραιόν αγέ-
ρα;
Έπεφτε στο απέραντο κενό και πέφτοντας εκραύγαζε "πατέρα!"
Τον δέχτηκαν του πόντου τα νερά, κι ο πόντος απ' αυτόν ονομασμένος.
Ο Δαίδαλος, πατέρας δυστυχής, γονιός από παιδί ορφανεμένος,
"Ίκαρε, πού είσαι;" κραύγαζε κι αυτός, "σε ποια να σε γυρέψω μο-
νοπάτια;"
Τον φώναζε και είδε ξαφνικά φτερά πάνω στα κύματα κομμάτια.
Την είπαν Ικαρία τη στεριά, και θάβοντας το γιο του μες στο μνήμα
ο Δαίδαλος βλαστήμησε βαριά της ξακουσμένης τέχνης του το κρίμα.
στη γκλίτσα του γερμένος ο βοσκός κι απάνω στο αλέτρι ένας
ξωμάχος
τούς είδαν και τα χάσαν -"αληθώς είναι θεοί αυτοί που στους αιθέρες
διαβαίνουν", είπαν μέσα τους. Ιδού, τη Σάμο την αφήσαν στα ζερβά
τους,
της Ήρας το νησί, αλαργινές Δήλος και Πάρος φαίνονταν στο βάθος,
τη Λέβινθο την είχαν στα δεξιά, την Κάλυμνο με τα πολλά μελίσσια,
κι ο Ίκαρος, αστόχαστο παιδί, ξεθαρρεμενος χαίρονταν την πτήση,
παράτησε το χνάρι του οδηγού κι απ' τ' ουρανού σμπρωγμένος τη
λαχτάρα
ανέβηκε στα ύψη. Πιο κοντά στη γειτονιά του ήλιου, κι η πυρά του
μαλάκωσε το ευωδιαστό κερί κι έλυσε τους συνδέσμους στά φτερά του.
Λειωμένο το κερί! Αυτός γυμνά τα μπράτσα του τινάζει πάνω-κάτω -
μπράτσα γυμνά, και πώς να κρατηθεί δίχως κουπιά στον αραιόν αγέ-
ρα;
Έπεφτε στο απέραντο κενό και πέφτοντας εκραύγαζε "πατέρα!"
Τον δέχτηκαν του πόντου τα νερά, κι ο πόντος απ' αυτόν ονομασμένος.
Ο Δαίδαλος, πατέρας δυστυχής, γονιός από παιδί ορφανεμένος,
"Ίκαρε, πού είσαι;" κραύγαζε κι αυτός, "σε ποια να σε γυρέψω μο-
νοπάτια;"
Τον φώναζε και είδε ξαφνικά φτερά πάνω στα κύματα κομμάτια.
Την είπαν Ικαρία τη στεριά, και θάβοντας το γιο του μες στο μνήμα
ο Δαίδαλος βλαστήμησε βαριά της ξακουσμένης τέχνης του το κρίμα.
Μέσα στο πλούσιο εικαστικό κληροδότημα του μύθου περίοπτη είναι η ελαιογραφία του Pieter Bruegel του πρεσβύτερου (γύρω στο 1558-Μουσείο Καλών Τεχνών, Βρυξέλες): η τριάδα ψαρά, βοσκού και γεωργού, από τους στίχους 217-220 της οβιδιακής αφήγησης, συστεγάζεται στο ειδυλλιακό τοπίο που υποδέχεται αναπάντεχα τον τραγικό Ίκαρο (σ. 209).