Το 1995 ο καθηγητής γλωσσολογίας στο ΑΠΘ Γιάννης Βελούδης, σε ανακοίνωσή του με τίτλο "Γλωσσολογία και Γλωσσολογήματα" (σήμερα στα Πρακτικά συνεδρίου Η ελληνική γλώσσα στη διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση, σσ. 103-108. Αθήνα: Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου, 1996) επεσήμανε τη σύγχυση που συντηρείται στην ελληνική εκπαίδευση ανάμεσα στο "μιλώ μια γλώσσα" και το "μιλώ -για μια γλώσσα", λέγοντας, μεταξύ άλλων, τα εξής:
"Στην διάκριση "μιλώ μια γλώσσα/μιλώ -για μια γλώσσα" -και με το "μιλώ" εννοώ "μιλώ ή γράφω"- αναφερόμαστε οι γλωσσολόγοι στα εισαγωγικά μας μαθήματα της γενικής γλωσσολογίας. Τη γλωσσολογία, λέμε, τη χαρακτηρίζει η εξής ιδιαιτερότητα: στο βαθμό που αυτό είναι δυνατόν, ζητάει να αποκαλύψει ενδιάθετη γλωσσική γνώση. Να σας δώσω ένα παράδειγμα: Ξέρουμε να λέμε μην ορκίζεσαι, μην ακούς, μην έχεις αυταπάτες. Κι ακόμη, ξέρουμε να λέμε οι μη έχοντες εργασία, η μη έγκαιρη αντίδραση. Δεν "ξέρουμε", ωστόσο, να πούμε ότι δεν θα λέγαμε ποτέ οι μην έχοντες εργασία ή η μην έγκαιρη αντίδραση. Δεν ξέρουμε δηλαδή να πούμε ότι το ευφωνικό -ν του μην έχει συντακτικούς περιορισμούς -και, πολύ περισσότερο, δεν είμαστε σε θέση να ορίσουμε τους περιορισμούς αυτούς. Παρ' όλα αυτά τους τηρούμε! Ξέρουμε να "μιλάμε". Δεν είμαστε σε θέση, ωστόσο, πάντοτε να "μιλήσουμε-για" αυτή μας τη γνώση.
Άλλο λοιπόν είναι το "μιλώ μια γλώσσα" -αυτό το κάνουν οι ομιλητές και οι ομιλήτριές της-, κι άλλο είναι το "μιλώ-για μια γλώσσα" (ή για το καθολικό φαινόμενο γλώσσα)- αυτό το κάνει κανονικά η γλωσσολογία. Γενικά, μπορούμε να "μιλάμε-για" μια γλώσσα "μιλώντας" μιαν άλλη γλώσσα (= κάνοντας χρήση μιας άλλης γλώσσας). Ακόμη, μπορούμε να "μιλάμε-για" μια γλώσσα, κι όταν ακόμη δεν είμαστε σε θέση να τη "μιλήσουμε" (= να κάνουμε χρήση της). Ακόμη ακόμη, μπορούμε να "μιλάμε" μια γλώσσα χωρίς ποτέ να θελήσουμε να "μιλήσουμε-για" αυτή τη γλώσσα (ή κι οποιαδήποτε άλλη). Το "μιλώ" λοιπόν δεν ταυτίζεται με το "μιλώ-για" μια γλώσσα. [...]
Το "μιλώ-για" δεν έχει πάντα ως (περιγραφικό) στόχο την ενδιάθετη γνώση της γλώσσας. Μπορεί κανείς να "μιλήσει για" τα προϊόντα αυτής της γνώσης, τα δείγματα λόγου των ομιλητών και των ομιλητριών, με άμεσο στόχο τον έλεγχο και την αξιολόγησή τους και με απώτερο στόχο τη διαμόρφωσή της γνώσης που τα παράγει. Στην περίπτωση αυτή καταργείται ουσιαστικά η διάκριση "μιλώ μια γλώσσα/μιλώ-για μια γλώσσα". Σ' αυτές τις περιπτώσεις του "μιλώ-για", ιδιαίτερα όταν διεκδικούν και γλωσσολογικά ερείσματα, αναφέρομαι με τον νεολογισμό "γλωσσολογήματα" -και αυτό, ευτυχώς, επιτρέπει η γλώσσα: να "μιλάμε-για" το πώς και το τι λένε αυτοί που "μιλούν για" τη γλώσσα."
Ειδικότερα, ως προς τη θέση ότι στο σχολείο πρέπει να "μιλήσουμε-για" την αρχαιοελληνική (γραπτή) γλώσσα στους μαθητές όχι για να τη "μιλήσουν" αλλά για να "μιλήσουν" επάξια τη νεοελληνική, η διάκριση "μιλώ/μιλώ-για", παρατηρεί ο Βελούδης, "μετατρέπεται σε εξίσωση σε ό,τι αφορά τη σύγχρονη ελληνική, και μάλιστα με ένα επιπλέον στοιχείο σύγχυσης: δεν δίνει απλώς προτεραιότητα στο σκέλος του "μιλώ-για" (γραπτό λόγο) η εξίσωση "μιλώ=μιλώ-για" αυτή τη φορά. Επιπλέον, εισηγείται μια περίεργη κατάχρηση της διάκρισης παρελθόν (ιστορία)/παρόν της γλώσσας μας: τα στοιχεία που προσλαμβάνουν από τα αρχαία κείμενα τα παιδιά, ενώ δεν είναι ικανά να τους εξασφαλίσουν κατασκευαστική-παραγωγική σχέση με τον παλαιότερο (γραπτό) λόγο όπου ανήκουν οργανικά, είναι, ως διά μαγείας, ικανά, παρ' όλα αυτά, να τους εξασφαλίσουν κατασκευαστική-παραγωγική σχέση με τον σημερινό (γραπτό και προφορικό) λόγο όπου δεν ανήκουν οργανικά. Πρόκειται για κακοσχεδιασμένη και αντιγλωσσολογική ευχή."
Πριν από κάμποσα χρόνια σε εκπομπή της Ρένας Θεολογίδου στη ΝΕΤ με θέμα την ελληνική γλώσσα (σειρά «Ριμέϊκ») ο Δ. Ν. Μαρωνίτης εξηγούσε τη σχέση ανάμεσα στο γλωσσικό μας παρόν και παρελθόν με τους όρους που χρησιμοποιεί ο Γιάννης Βελούδης.
"Στην διάκριση "μιλώ μια γλώσσα/μιλώ -για μια γλώσσα" -και με το "μιλώ" εννοώ "μιλώ ή γράφω"- αναφερόμαστε οι γλωσσολόγοι στα εισαγωγικά μας μαθήματα της γενικής γλωσσολογίας. Τη γλωσσολογία, λέμε, τη χαρακτηρίζει η εξής ιδιαιτερότητα: στο βαθμό που αυτό είναι δυνατόν, ζητάει να αποκαλύψει ενδιάθετη γλωσσική γνώση. Να σας δώσω ένα παράδειγμα: Ξέρουμε να λέμε μην ορκίζεσαι, μην ακούς, μην έχεις αυταπάτες. Κι ακόμη, ξέρουμε να λέμε οι μη έχοντες εργασία, η μη έγκαιρη αντίδραση. Δεν "ξέρουμε", ωστόσο, να πούμε ότι δεν θα λέγαμε ποτέ οι μην έχοντες εργασία ή η μην έγκαιρη αντίδραση. Δεν ξέρουμε δηλαδή να πούμε ότι το ευφωνικό -ν του μην έχει συντακτικούς περιορισμούς -και, πολύ περισσότερο, δεν είμαστε σε θέση να ορίσουμε τους περιορισμούς αυτούς. Παρ' όλα αυτά τους τηρούμε! Ξέρουμε να "μιλάμε". Δεν είμαστε σε θέση, ωστόσο, πάντοτε να "μιλήσουμε-για" αυτή μας τη γνώση.
Άλλο λοιπόν είναι το "μιλώ μια γλώσσα" -αυτό το κάνουν οι ομιλητές και οι ομιλήτριές της-, κι άλλο είναι το "μιλώ-για μια γλώσσα" (ή για το καθολικό φαινόμενο γλώσσα)- αυτό το κάνει κανονικά η γλωσσολογία. Γενικά, μπορούμε να "μιλάμε-για" μια γλώσσα "μιλώντας" μιαν άλλη γλώσσα (= κάνοντας χρήση μιας άλλης γλώσσας). Ακόμη, μπορούμε να "μιλάμε-για" μια γλώσσα, κι όταν ακόμη δεν είμαστε σε θέση να τη "μιλήσουμε" (= να κάνουμε χρήση της). Ακόμη ακόμη, μπορούμε να "μιλάμε" μια γλώσσα χωρίς ποτέ να θελήσουμε να "μιλήσουμε-για" αυτή τη γλώσσα (ή κι οποιαδήποτε άλλη). Το "μιλώ" λοιπόν δεν ταυτίζεται με το "μιλώ-για" μια γλώσσα. [...]
Το "μιλώ-για" δεν έχει πάντα ως (περιγραφικό) στόχο την ενδιάθετη γνώση της γλώσσας. Μπορεί κανείς να "μιλήσει για" τα προϊόντα αυτής της γνώσης, τα δείγματα λόγου των ομιλητών και των ομιλητριών, με άμεσο στόχο τον έλεγχο και την αξιολόγησή τους και με απώτερο στόχο τη διαμόρφωσή της γνώσης που τα παράγει. Στην περίπτωση αυτή καταργείται ουσιαστικά η διάκριση "μιλώ μια γλώσσα/μιλώ-για μια γλώσσα". Σ' αυτές τις περιπτώσεις του "μιλώ-για", ιδιαίτερα όταν διεκδικούν και γλωσσολογικά ερείσματα, αναφέρομαι με τον νεολογισμό "γλωσσολογήματα" -και αυτό, ευτυχώς, επιτρέπει η γλώσσα: να "μιλάμε-για" το πώς και το τι λένε αυτοί που "μιλούν για" τη γλώσσα."
Ειδικότερα, ως προς τη θέση ότι στο σχολείο πρέπει να "μιλήσουμε-για" την αρχαιοελληνική (γραπτή) γλώσσα στους μαθητές όχι για να τη "μιλήσουν" αλλά για να "μιλήσουν" επάξια τη νεοελληνική, η διάκριση "μιλώ/μιλώ-για", παρατηρεί ο Βελούδης, "μετατρέπεται σε εξίσωση σε ό,τι αφορά τη σύγχρονη ελληνική, και μάλιστα με ένα επιπλέον στοιχείο σύγχυσης: δεν δίνει απλώς προτεραιότητα στο σκέλος του "μιλώ-για" (γραπτό λόγο) η εξίσωση "μιλώ=μιλώ-για" αυτή τη φορά. Επιπλέον, εισηγείται μια περίεργη κατάχρηση της διάκρισης παρελθόν (ιστορία)/παρόν της γλώσσας μας: τα στοιχεία που προσλαμβάνουν από τα αρχαία κείμενα τα παιδιά, ενώ δεν είναι ικανά να τους εξασφαλίσουν κατασκευαστική-παραγωγική σχέση με τον παλαιότερο (γραπτό) λόγο όπου ανήκουν οργανικά, είναι, ως διά μαγείας, ικανά, παρ' όλα αυτά, να τους εξασφαλίσουν κατασκευαστική-παραγωγική σχέση με τον σημερινό (γραπτό και προφορικό) λόγο όπου δεν ανήκουν οργανικά. Πρόκειται για κακοσχεδιασμένη και αντιγλωσσολογική ευχή."
Πριν από κάμποσα χρόνια σε εκπομπή της Ρένας Θεολογίδου στη ΝΕΤ με θέμα την ελληνική γλώσσα (σειρά «Ριμέϊκ») ο Δ. Ν. Μαρωνίτης εξηγούσε τη σχέση ανάμεσα στο γλωσσικό μας παρόν και παρελθόν με τους όρους που χρησιμοποιεί ο Γιάννης Βελούδης.