Απόσπασμα από τη Ι ραψωδία της Ιλιάδας, που θα διαβαστεί στην εκδήλωση.
Απάντηση του Αχιλλέα στην προτροπή του Οδυσσέα για επιστροφή του χολωμένου ήρωα στη μάχη (I 308-429).
Ανταποκρίθηκε στον λόγο του ο Αχιλλέας ωκύποδος:
«Γιε του Λαέρτη διογέννητε, πολύτροπε Οδυσσέα,
πρέπει απερίφραστο τον λόγο μου να πω, όπως τον νιώθω
και τον σκέφτομαι, κι όπως πιστεύω πως θα γίνει,
να μην μου παίρνετε τ’ αυτιά ένας μετά τον άλλον.
Εχθρός μού είναι σαν τις πύλες του ΄Αδη εκείνος
που άλλα κρύβει στο μυαλό του κι άλλα λέει.
Εγώ πάντως θα πω ό,τι μου φαίνεται το πιο σωστό·
δεν πρόκειται εμένα να με πείσει μήτε ο Ατρείδης Αγαμέμνων
μήτε κι οι άλλοι Δαναοί, αφού καμιά δεν είδα χάρη πολεμώντας
μέρα και νύχτα τον θανάσιμο εχθρό.
Δεν παίζει πια κανένα ρόλο ποιος παραμένει πίσω, και ποιος
δίχως ανάπαυλα αγωνίζεται. Στην ίδια μοίρα ο θαρραλέος
κι ο δειλός. Πεθαίνει εξίσου όποιος λουφάζει κι όποιος
τον κόπο του δεν λογαριάζει.
Ούτε περίσσεψε κάτι για μένα, που τόσα πάθη τράβηξε
το κορμί μου, παίζοντας κάθε μέρα τη ζωή μου πολεμώντας.
Πώς μάνα πουλιών στους άπλερούς της νεοσσούς, αν βρει τροφή,
στο στόμα τους τη βάζει, χωρίς να νοιάζεται αν θα μείνει
η ίδια νηστική, όμοια κι εγώ νύχτες ατέλειωτες ξέμεινα
ξάγρυπνος, μέρες ολόκληρες αιμόφυρτες
στον πόλεμο τις πέρασα, να μάχομαι με τους εχθρούς,
για να κερδίσω ακόμη και το ταίρι τους.
Δώδεκα πόλεις πάτησα από θαλάσσης, κι άλλες, το λέω,
έντεκα πεζός, γυρίζοντας στην εύφορη Τρωάδα.
Απ’ όλες διάλεξα και πήρα πολλά κειμήλια πολύτιμα, κι όλα
γυρίζοντας τά έδινα σ’ αυτόν, τον Αγαμέμνονα, τον γιο του Ατρέα.
Εκείνος παραπίσω μένοντας, στα γρήγορα καράβια,
τα καλοδέχονταν, μοιράζοντας τα λίγα, κρατώντας τα πολλά.
Στους πρώτους και στους βασιλείς έδινε γέρας στον καθένα,
που παραμένει απείραχτο· μόνο από μένα πήρε, και την έχει,
μια κόρη ακριβή -ας την κοιμάται τώρα κι ας την χαίρεται.
Γιατί αλήθεια πρέπει να μάχονται οι Αχαιοί τους Τρώες,
που μαζέψε κι έφερε εδώ τόσο στρατό
ο γιος του Ατρέα; όχι για την ωραία Ελένη;
Τάχα μόνοι οι Ατρείδες απ’ όλους τους ανθρώπους αγαπούν
το ταίρι τους; Ο κάθε τίμιος, φρόνιμος άντρας,
δείχνει για τη δική του τη γυναίκα αγάπη και φροντίδα,
όπως κι εγώ την ακριβή μου ολόψυχα αγάπησα,
κι ας ήταν του πολέμου απόκτημα.
Μα τώρα πια που μού την πήρε μέσα από τα χέρια μου,
γέρας δικό μου, και μ’ απάτησε, ας μη γυρεύει πάλι
να με ξεγελάσει-ξέρω καλά τα κόλπα του, δεν θα με πείσει.
Τώρα μαζί σου, Οδυσσέα, και με τους άλλους αρχηγούς,
ας το σκεφτεί αυτός πώς θα γλιτώσει τα καράβια
απο τη λύσσα της φωτιάς.
Εξάλλου ώς τώρα κόπιασε πολύ χωρίς εμένα·
σήκωσε τείχος, έσκαψε τάφρο, μεγάλη και φαρδιά,
μπήγοντας μέσα της παλούκια.
Και μ’ όλα ταύτα δεν κατόρθωσε το φονικό σθένος
του ΄Εκτορα να συγκρατήσει. ΄Ομως, όσο εγώ μαζί
με τους Αργείους πολεμούσα, δεν αποτόλμησε αυτός
μακριά απ’τα τείχη να βρεθεί -μόλις που έφτανε στις πύλες τις Σκαιές,
πλάι στη δρύ· μοναδική φορά που στήθηκε μπροστά μου,
ξέφυγε την ορμή μου μετά βίας.
Τώρα ωστόσο, αφού δεν θέλω πια τον άγριο Έκτορα
να πολεμήσω, αύριο θυσία πρώτα στον Δία θα τελέσω
και στους αθανάτους θεούς, μετά καλοφορτώνω τα καράβια
και στο γυαλό τα ρίχνω, οπότε θα το δεις, αν το θελήσεις
κι αν πράγματι σε νοιάζει, πώς θ’ αρμενίσουνε με την αυγή
τα πλοία στον ψαρίσιο Ελλήσποντο κι οι ναύτες ορεξάτοι
πώς θα τραβούνε τα κουπιά.
Αν πρίμο αγέρα μας χαρίσει ο ξακουσμένος κοσμοσείστης,
σε τρεις ημέρες θα πατήσω της εύφορης Φθίας το χώμα.
΄Ηταν πολλά εξάλλου τ’ αγαθά που φεύγοντας
(μακάρι να μην έσωνα να φύγω) τ’ άφησα εκεί.
Αλλά τώρα θα φέρω κι άλλα από δω: χρυσό, κοκκινωπό χαλκό,
καλλίζωνες γυναίκες, σίδερο γκρίζο -όσα μου έλαχαν.
Μόνο το γέρας θα μου λείψει, που ενώ μου τό ’δωσε, μετά το πήρε πίσω
με το ζόρι ο κραταιός γιος του Ατρέα, ο Αγαμέμνων.
Σ’ αυτόν ν’ ανακοινώσετε λέξη με λέξη τώρα ό,τι θα πω,
στα φωναχτά παρακαλώ, ώστε κι οι άλλοι Αχαιοί να νιώσουν αγανάκτηση,
αν σκέφτεται και κάποιον άλλον Δαναό να εξαπατήσει,
δίχως ντροπή και τσίπα. ΄Οσο κι αν είναι πάντως σκύλος,
το μάτι του δεν θα τολμήσει να σηκώσει πάνω μου.
Μαζί του πια δεν συζητώ μήτε συμπράττω,
γιατί μ’ αδίκησε, μ’ απάτησε· δεν τον αφήνω άλλη φορά
να μου τη φέρει με τα λόγια του -φτάνει ως εδώ.
Ας κάνει ό,τι του κατέβει, ας τσακιστεί -έτσι κι αλλιώς
ο Δίας πανούργος του πήρε τα μυαλά.
Μισώ τα δώρα του, κι αυτόν τον έχω για σκουπίδι.
Ούτε αν μού ’δινε τα δεκαπλάσια, εικοσαπλάσια,
όλο το έχει του, κι ό,τι μπορεί να βρει απ’ αλλού,
όσα ο Ορχομενός προσφέρει, όσα η αιγύπτια Θήβα,
που πλούτη αρίφνητα κάθε της σπίτι κρύβει,
πόλη με πύλες εκατό, κι από την κάθε πύλη
μπορούν να βγουν πολέμαρχοι διακόσοι μ’ άλογα κι άμαξες.
Κι αν τόσα δώρα μού ’δινε, όση είναι η άμμος,
τα σπυριά της σκόνης, ούτε και τότε ο Αγαμέμνων θα μπορούσε
να με πείσει, αν δεν μου ξεπληρώσει πρώτα
τη μεγάλη βλάβη.
Μήτε και δέχομαι γυναίκα μου να πάρω κάποια κόρη
του Αγαμέμνονα Ατρείδη· ακόμη κι αν στην ομορφιά συναγωνίζεται
με τη χρυσή Αφροδίτη, ακόμη κι αν στα έργα της ισοφαρίζει
τις τέχνες της γλαυκόματης, της Αθηνάς-
ούτε και τότε δεν την παίρνω.
Ας ξεχωρίσει κάποιον άλλον Αχαιό, που να του πάει καλύτερα,
με μεγαλύτερη βασιλική εξουσία.
Γιατί αν με σώσουν οι θεοί και φτάσω στην πατρίδα κάποτε,
τότε ο ίδιος ο Πηλέας σίγουρα θα μου βρει γυναίκα.
Πολλές των Αχαιών οι κόρες που βρίσκονται στη Φθία πιο πέρα
στην Ελλάδα, κόρες επιφανών που κυβερνούνε τειχισμένες πόλεις·
μια απ’αυτές, όποια θελήσω, ομόκλινό μου ταίρι θα τη στήσω.
Εκεί η περήφανη ψυχή μου μ έσπρωχνε να σμίξω
με μια γυναίκα που να μου ταιριάζει, να χαίρομαι
μαζί της όσα αγαθά απόκτησε ο γέροντας Πηλέας.
Αντάξιο ωστόσο της ζωής μου τίποτε δεν είναι, μήτε και όσα
φημολογούν πως είχε μέσα της η Τροία, πόλη πολύκοσμη
και τειχισμένη, στα χρόνια εκείνα της ειρήνης, προτού να φτάσουν
των Αχαιών οι γιοι. Μήτε όσα κρύβει το λίθινο κατώφλι του Τοξότη,
του Φοίβου Απόλλωνα, εκεί στους βράχους της Πυθώς.
Το ξέρεις δα, ληστεύονται τα βόδια και τα παχιά αρνιά,
πουλιούνται κι αγοράζονται οι τρίποδες και τ’ άλογα
με το ξανθό κεφάλι· του ανθρώπου όμως η ψυχή, όταν ξεφύγει
από τον φράχτη των δοντιών, πίσω δεν έρχεται, δεν πιάνεται,
δεν γίνεται λεία πολέμου.
Το είπε εξάλλου η μάνα μου, η Θέτις, αργυρόλευκη θεά,
διπλογραμμένο είναι της μοίρας μου το τέλος:
αν παραμείνω εδώ στην Τροία πολεμώντας, χάνεται
ο νόστος μου, όμως η δόξα μου άφθαρτη θα μείνει·
αν πάλι γυρίσω πίσω στη γλυκιά πατρίδα, κάνει φτερά
η λαμπρή μου δόξα, αλλά πάει σε μάκρος η ζωή μου
και θα βραδύνει η ώρα του θανάτου.
΄Ομως και σας τους άλλους τώρα κάτι θα συμβούλευα·
μπείτε στα πλοία, γυρίστε πίσω στην πατρίδα,
γιατί δεν πρόκειται να δείτε πια της Τροίας την πτώση,
πόλης απόκρημνης· αφού ο πανόπτης Δίας πάνω της άπλωσε
το χέρι του, και πήραν έτσι τα στρατά κουράγιο.
Τραβάτε τώρα στους αριστείς των Αχαιών, φέρετε εσείς
το μήνυμα μου –είναι αυτό το γέρας των γερόντων·
μιαν άλλη απόφαση καλύτερη να βγάλει ο νους τους,
που θα μπορούσε και τα πλοία τους να σώσει
και τον στρατόν των Αχαιών πάνω στα πλοία να γλιτώσει.
Γιατί μ’ αυτή που σκέφτηκαν πως θα καλμάρουν την οργή μου,
έ όχι, δεν βολεύει.
Ο Φοίνικας ωστόσο μπορεί να μείνει, εδώ να κοιμηθεί,
αν ήθελε μαζί μου ν’ αρμενίσει για την πατρίδα αύριο-
όμως δεν θα τον πάρω με το ζόρι.»
Αυτά τους είπε, κι όλοι βουβάθηκαν, κατάπληκτοι
από τα λόγια του, όπως τους μίλησε με τόσο πάθος.