Το πιο λογοκριμένο κεφάλαιο της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στη δ.ε. παραμένει εδώ και χρόνια η ενδογλωσσική μετάφραση. Παρά το γεγονός ότι η μεταφραστική διαδικασία (από τα αρχαία στα νέα) εξετάζεται και αξιολογείται τόσο στις ενδοσχολικές όσο και στις πανελλαδικές εξετάσεις, τα επίσημα προγράμματα σπουδών και οι σχεδιαστές τους τηρούν υποκριτική σιωπή ως προς τη διδασκαλία της. Αποτέλεσμα: η νομιμοποίηση στο γυμνάσιο και λύκειο κάθε είδους μεταφραστικής κακογλωσσίας, η οποία αναπαράγεται και από το σύστημα της παραπαιδείας και τις φυλλάδες. Δεν έχει παρά να δει κανείς τα πρότυπα παραδείγματα της μεταφραστικής "αργκό", που δημοσιεύονται κάθε χρόνο στον Τύπο, με το τέλος της πανελλαδικής εξέτασης των υποψηφίων της θεωρητικής κατεύθυνσης στο "γνωστό" και "άγνωστο" κείμενο. Και δεν συγκινούν κανένα. Όσο για το "αδιάβλητο" των πανελλαδικών εξετάσεων, δεν επιτρέπει μέχρι σήμερα να παρουσιαστούν σχετικά (αξιολογημένα ως άριστα και επαρκή) δείγματα.
Απέναντι στο παρατεινόμενο εδώ και χρόνια προβληματικό αυτό πλαίσιο δεν είναι ίσως άσχετο ότι, όσοι μίλησαν συστηματικά και κριτικά για το πώς μπορούν να μεταφραστούν οι κλασικοί στην εκπαίδευση, προέρχονταν από τον χώρο του παραδοσιακού και νεοτερικού δημοτικισμού. Ο αείμνηστος Ι. Θ. Κακριδής, το 1936, στο Μεταφραστικό Πρόβλημα, έγραφε (σσ. 5-10): Πόση σημασία μορφωτική κλείνει η μετάφραση σαν ενέργεια, αυτό είναι κάτι που καιρό τώρα έπρεπε να το έχει αντικρύσει παράλληλα το σχολείο σαν ένα από το πιο κεντρικά προβλήματα των γλωσσικών μαθημάτων. Στο γυμνάσιο μεταφράζονται πλήθος Έλληνες και Λατίνοι κλασσικοί, πεζοί και ποιητές. Και όμως ούτε η καθημερινή σχολική πράξη στάθηκε αφορμή για τη δημιουργία μιας μεταφραστικής θεωρίας. Τη μετάφραση δεν την είδε το σχολείο καθόλου σα δύναμη μορφωτική. Ο λόγος είναι ότι δεν καταπιαστήκαμε ποτέ οι ίδιοι εμείς οι φιλόλογοι με μια τέτοια προσπάθεια με τα σωστά-μας, έτσι που να νιώσουμε πάνω-μας πρώτα τη μεγάλη-της ωφέλεια. Αν υπάρχει εδώ κι εκεί καμιά εξαίρεση, η κατάσταση δεν αλλάζει. Τη μετάφραση το σχολείο τη χρησιμοποιεί μονάχα για να βοηθήσει το μαθητή να καταλάβει όπως όπως το νόημα του κειμένου, είτε -στην εξέταση- για να φανεί, ότι το κατάλαβε. Την ώρα λοιπόν που εξυπηρετεί πρόσκαιρους μονάχα σκοπούς και δεν είναι να γίνει γνωστή σε πλατύτερο κύκλο, ποιος ο λόγος να κουραστούμε λέει, παιδιά και δάσκαλοι, γι αυτή;
Πόσο πρόχειρα κι απρόσεχτα γίνεται η επεξεργασία της μετάφρασης στα σχολεία μπορεί να καταλάβει κανείς εύκολα, άμα ακούσει πώς μεταφράζει ο απόφοιτος γυμνασίου [σήμερα του λυκείου] και τον πιο απλό συγγραφέα, ακόμα περισσότερο όταν του ζητήσεις να τον αποδώσει στη δημοτική [...] Είτε δημοτική όμως είτε καθαρεύουσα, μια φορά η σχολική μεταφραστική γλωσσα δεν είναι ελληνική. Είναι μια γλώσσα άψυχη, ακατάστατη, κωμική στην ασυνέπειά-της και προπαντός στον τρόπο που σχηματίζει τις περίοδές-της. Δουλικά υποταγμένη στη φράση του πρωτότυπου έργου, που τη βλέπει σαν ένα μηχανικό άθροισμα από λέξες, όχι σαν ένα οργανικό σύνολο, πασκίζει να κρατήσει την πολύπλοκη φράση του αρχαίου αναλύοντας τις μετοχές στερεότυπα σε δευτερεύουσες πρότασες (αφού, επειδή...) και τρομάζοντας μην τύχει και αλλάξει καμμιάς λέξης ή καμμιάς φράσης τη θέση που έχει στο κείμενο [...]
Μην έχοντας καμμιά πίστη στην αξία της μετάφρασης, αποφεύγοντας να τη δουλέψουμε συστηματικά, χρησιμοποιώντας-την αποκλειστικά για μια χοντροκομμένη κατανόηση του πρωτότυπου, στερήσαμε και τον εαυτό-μας και το μαθητή μιαν από τις πιο σημαντικές μορφωτικές πηγές των γλωσσικών μαθημάτων [...] Ο βαθύτερος λόγος, που δεν κατορθώσαμε να ιδούμε τη μεγάλη σημασία της μετάφρασης, είναι ότι σπάνια αντικρύσαμε τη γλώσσα καθολικά σαν πνευματικό δημιούργημα. Εκεί που δεν υπάρχει πρόβλημα γλώσσας δεν υπάρχει ούτε μεταφραστικό πρόβλημα. Εμελετήσαμε τη γλώσσα κομματιαστά, και στις λεπτομέρειες -να πούμε σε γραμματικά ζητήματα- φτάσαμε συχνά σε πλούσια συμπεράσματα. Κι όμως αν είναι αλήθεια, ότι το πνεύμα εκφράζεται και στη γλώσσα απόλυτα, πώς έγινε και μας έφτασε να πιστοποιήσουμε το γραμματικό και το συνταχτικό κανόνα, το ρητορικό σχήμα, τη σπάνια λέξη κλπ., χωρίς να θελήσουμε να δοκιμάσουμε να προσωρήσουμε και να ιδούμε τη μια δύναμη που εμψυχώνει όλες αυτές τις λεπτομέρειες και τις δένει σε μιαν αδιάσπαστη ενότητα; Να αγωνιστούμε πέρα από τον άψυχο τύπο και την ξερή λέξη και φράση, να νιώσουμε το πνεύμα του ατόμου και του λαού, που τους έδωκε τη μορφή αυτή κι όχι άλλη, να κοιτάξουμε να υψωθούμε από τη γλώσσα την αρχαία ώς την ψυχή του κλασσικού, από τη γλώσσα τη δική-μας ώς την ψυχή του λαού-μας, ν' αναμετρήσουμε το βάθος και τη δύναμή-τους -όλα αυτά είναι λαχτάρες που σπάνια άγγιξαν την ψυχή του φιλόλογου [...]
Ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, μαθητής του Ι. Θ. Κακριδή, αποδίδει το συζητούμενο πρόβλημα στην "ενδογλωσσική ανισοτιμία (2001)" ανάμεσα στην αρχαία και τη νέα γλώσσα, παρατηρώντας, μεταξύ άλλων, τα εξής: "Θα περίμενε κάποιος ότι, στον τόπο μας και στις μέρες μας, η μετάφραση των αρχαιοελληνικών κειμένων θα ήταν και ευκολότερη και ευτυχέστερη, εξαιτίας της εσωτερικής συγγένειας, ή και συνέχειας, μεταφραζόμενης και μεταφραστικής γλώσσας. Στην πραγματικότητα όμως συνέβη του αντίθετο.
Aκριβώς επειδή η νεοελληνική θεωρήθηκε πενιχρό αποβλάστημα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, της αμφισβητήθηκε και η μεταφραστική της ικανότητα, ειδικότερα ως προς τα κλασικά κείμενα της ελληνικής αρχαιότητας. Έτσι από καλός μεταφραστικός αγωγός, η δημοτική γλώσσα αντιμετωπίστηκε ως ιδιαζόντως κακός αγωγός. Aποτέλεσμα της ενδογλωσσικής αυτής ιδεοληψίας ήταν να αναπτυχθούν στη συντηρητική μεταφραστική θεωρία και πράξη του τόπου μας δύο, συμπληρωματικές μεταξύ τους, τάσεις: η δογματικότερη απέρριπτε εξαρχής τη δυνατότητα μετάφρασης των κλασικών κειμένων στη σύγχρονη νεοελληνική. Η μετριοπαθέστερη θεώρησε τη συγκεκριμένη μεταφραστική παραγωγή λύση εκπαιδευτικής και μόνον ανάγκης, επιμένοντας ότι οι νεοελληνικές μεταφράσεις κλασικών κειμένων μεταφέρουν απλώς το νόημα του πρωτοτύπου, κατά κανένα όμως τρόπο δεν αποτελούν γλωσσικό και λογοτεχνικό ισοδύναμό του. Aξιοσημείωτο είναι ότι η μεταφραστική αυτή υποτίμηση της νεοελληνικής περιορίστηκε στην αρχαία γλώσσα και στα αρχαία κείμενά της, ενώ δεν επεκτάθηκε, εμφανώς τουλάχιστον, στις νεοελληνικές μεταφράσεις και της ξενόγλωσσης λογοτεχνίας" [...]
Απέναντι στο παρατεινόμενο εδώ και χρόνια προβληματικό αυτό πλαίσιο δεν είναι ίσως άσχετο ότι, όσοι μίλησαν συστηματικά και κριτικά για το πώς μπορούν να μεταφραστούν οι κλασικοί στην εκπαίδευση, προέρχονταν από τον χώρο του παραδοσιακού και νεοτερικού δημοτικισμού. Ο αείμνηστος Ι. Θ. Κακριδής, το 1936, στο Μεταφραστικό Πρόβλημα, έγραφε (σσ. 5-10): Πόση σημασία μορφωτική κλείνει η μετάφραση σαν ενέργεια, αυτό είναι κάτι που καιρό τώρα έπρεπε να το έχει αντικρύσει παράλληλα το σχολείο σαν ένα από το πιο κεντρικά προβλήματα των γλωσσικών μαθημάτων. Στο γυμνάσιο μεταφράζονται πλήθος Έλληνες και Λατίνοι κλασσικοί, πεζοί και ποιητές. Και όμως ούτε η καθημερινή σχολική πράξη στάθηκε αφορμή για τη δημιουργία μιας μεταφραστικής θεωρίας. Τη μετάφραση δεν την είδε το σχολείο καθόλου σα δύναμη μορφωτική. Ο λόγος είναι ότι δεν καταπιαστήκαμε ποτέ οι ίδιοι εμείς οι φιλόλογοι με μια τέτοια προσπάθεια με τα σωστά-μας, έτσι που να νιώσουμε πάνω-μας πρώτα τη μεγάλη-της ωφέλεια. Αν υπάρχει εδώ κι εκεί καμιά εξαίρεση, η κατάσταση δεν αλλάζει. Τη μετάφραση το σχολείο τη χρησιμοποιεί μονάχα για να βοηθήσει το μαθητή να καταλάβει όπως όπως το νόημα του κειμένου, είτε -στην εξέταση- για να φανεί, ότι το κατάλαβε. Την ώρα λοιπόν που εξυπηρετεί πρόσκαιρους μονάχα σκοπούς και δεν είναι να γίνει γνωστή σε πλατύτερο κύκλο, ποιος ο λόγος να κουραστούμε λέει, παιδιά και δάσκαλοι, γι αυτή;
Πόσο πρόχειρα κι απρόσεχτα γίνεται η επεξεργασία της μετάφρασης στα σχολεία μπορεί να καταλάβει κανείς εύκολα, άμα ακούσει πώς μεταφράζει ο απόφοιτος γυμνασίου [σήμερα του λυκείου] και τον πιο απλό συγγραφέα, ακόμα περισσότερο όταν του ζητήσεις να τον αποδώσει στη δημοτική [...] Είτε δημοτική όμως είτε καθαρεύουσα, μια φορά η σχολική μεταφραστική γλωσσα δεν είναι ελληνική. Είναι μια γλώσσα άψυχη, ακατάστατη, κωμική στην ασυνέπειά-της και προπαντός στον τρόπο που σχηματίζει τις περίοδές-της. Δουλικά υποταγμένη στη φράση του πρωτότυπου έργου, που τη βλέπει σαν ένα μηχανικό άθροισμα από λέξες, όχι σαν ένα οργανικό σύνολο, πασκίζει να κρατήσει την πολύπλοκη φράση του αρχαίου αναλύοντας τις μετοχές στερεότυπα σε δευτερεύουσες πρότασες (αφού, επειδή...) και τρομάζοντας μην τύχει και αλλάξει καμμιάς λέξης ή καμμιάς φράσης τη θέση που έχει στο κείμενο [...]
Μην έχοντας καμμιά πίστη στην αξία της μετάφρασης, αποφεύγοντας να τη δουλέψουμε συστηματικά, χρησιμοποιώντας-την αποκλειστικά για μια χοντροκομμένη κατανόηση του πρωτότυπου, στερήσαμε και τον εαυτό-μας και το μαθητή μιαν από τις πιο σημαντικές μορφωτικές πηγές των γλωσσικών μαθημάτων [...] Ο βαθύτερος λόγος, που δεν κατορθώσαμε να ιδούμε τη μεγάλη σημασία της μετάφρασης, είναι ότι σπάνια αντικρύσαμε τη γλώσσα καθολικά σαν πνευματικό δημιούργημα. Εκεί που δεν υπάρχει πρόβλημα γλώσσας δεν υπάρχει ούτε μεταφραστικό πρόβλημα. Εμελετήσαμε τη γλώσσα κομματιαστά, και στις λεπτομέρειες -να πούμε σε γραμματικά ζητήματα- φτάσαμε συχνά σε πλούσια συμπεράσματα. Κι όμως αν είναι αλήθεια, ότι το πνεύμα εκφράζεται και στη γλώσσα απόλυτα, πώς έγινε και μας έφτασε να πιστοποιήσουμε το γραμματικό και το συνταχτικό κανόνα, το ρητορικό σχήμα, τη σπάνια λέξη κλπ., χωρίς να θελήσουμε να δοκιμάσουμε να προσωρήσουμε και να ιδούμε τη μια δύναμη που εμψυχώνει όλες αυτές τις λεπτομέρειες και τις δένει σε μιαν αδιάσπαστη ενότητα; Να αγωνιστούμε πέρα από τον άψυχο τύπο και την ξερή λέξη και φράση, να νιώσουμε το πνεύμα του ατόμου και του λαού, που τους έδωκε τη μορφή αυτή κι όχι άλλη, να κοιτάξουμε να υψωθούμε από τη γλώσσα την αρχαία ώς την ψυχή του κλασσικού, από τη γλώσσα τη δική-μας ώς την ψυχή του λαού-μας, ν' αναμετρήσουμε το βάθος και τη δύναμή-τους -όλα αυτά είναι λαχτάρες που σπάνια άγγιξαν την ψυχή του φιλόλογου [...]
Ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, μαθητής του Ι. Θ. Κακριδή, αποδίδει το συζητούμενο πρόβλημα στην "ενδογλωσσική ανισοτιμία (2001)" ανάμεσα στην αρχαία και τη νέα γλώσσα, παρατηρώντας, μεταξύ άλλων, τα εξής: "Θα περίμενε κάποιος ότι, στον τόπο μας και στις μέρες μας, η μετάφραση των αρχαιοελληνικών κειμένων θα ήταν και ευκολότερη και ευτυχέστερη, εξαιτίας της εσωτερικής συγγένειας, ή και συνέχειας, μεταφραζόμενης και μεταφραστικής γλώσσας. Στην πραγματικότητα όμως συνέβη του αντίθετο.
Aκριβώς επειδή η νεοελληνική θεωρήθηκε πενιχρό αποβλάστημα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, της αμφισβητήθηκε και η μεταφραστική της ικανότητα, ειδικότερα ως προς τα κλασικά κείμενα της ελληνικής αρχαιότητας. Έτσι από καλός μεταφραστικός αγωγός, η δημοτική γλώσσα αντιμετωπίστηκε ως ιδιαζόντως κακός αγωγός. Aποτέλεσμα της ενδογλωσσικής αυτής ιδεοληψίας ήταν να αναπτυχθούν στη συντηρητική μεταφραστική θεωρία και πράξη του τόπου μας δύο, συμπληρωματικές μεταξύ τους, τάσεις: η δογματικότερη απέρριπτε εξαρχής τη δυνατότητα μετάφρασης των κλασικών κειμένων στη σύγχρονη νεοελληνική. Η μετριοπαθέστερη θεώρησε τη συγκεκριμένη μεταφραστική παραγωγή λύση εκπαιδευτικής και μόνον ανάγκης, επιμένοντας ότι οι νεοελληνικές μεταφράσεις κλασικών κειμένων μεταφέρουν απλώς το νόημα του πρωτοτύπου, κατά κανένα όμως τρόπο δεν αποτελούν γλωσσικό και λογοτεχνικό ισοδύναμό του. Aξιοσημείωτο είναι ότι η μεταφραστική αυτή υποτίμηση της νεοελληνικής περιορίστηκε στην αρχαία γλώσσα και στα αρχαία κείμενά της, ενώ δεν επεκτάθηκε, εμφανώς τουλάχιστον, στις νεοελληνικές μεταφράσεις και της ξενόγλωσσης λογοτεχνίας" [...]